Φύλλο εργασίας 2_Η Παθολογία του Πολέμου
Πρότυπο ΓΕΛ Βαρβακείου Σχολής
Διδάσκων: Νικόλαος Κων/νου Αλέφαντος
Φύλλο ομαδοσυνεργατικής δράσης
ΟΜΑΔΑ 1η
ΚΕΙΜΕΝΟ
Απόσπασμα από την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Σ. Δούκα.
Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό
λιμάνι, στήν Πούντα.
Μέσ' ἀπ' τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες· τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης. Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ. Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι» μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες· τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης. Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ. Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι» μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1.
Το παραπάνω απόσπασμα
αποτελεί διήγηση γεγονότων μετά από τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο αφηγητής
χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο αναφερόμενος σε ένα «συλλογικό εγώ». Ποια
είναι η εθνική ομάδα στην οποία ανήκει και σε ποια κατάσταση βρίσκονται;
2.
Σε ποια σημεία του
αποσπάσματος φαίνεται η εκδικητική συμπεριφορά των Τούρκων; Υπάρχουν και
εξαιρέσεις;
3.
Να συγκρίνετε τη
συμπεριφορά των Τούρκων με τη στάση των Σπαρτιατών μετά από τη νίκη τους στους
Αιγός ποταμούς.
4.
Ποια τα συναισθήματα που
σας προκαλούνται διαβάζοντας την παραπάνω αφήγηση;
ΟΜΑΔΑ 2
ΚΕΙΜΕΝΟ
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο
ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα.
Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε
στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική
συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε
παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε
από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση,
για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό
δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο,
δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα
φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα
για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ'
αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο
διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο
καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό
και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο
πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια
κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα
νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα.
Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους
αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη
τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και
δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή
της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε
ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά
του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε
μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)
Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε
λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια.
Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε
θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να
βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό,
το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας
από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους
Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα
που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει,
από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα
σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το
ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ
κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον
χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να
το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς
δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά
του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός.
Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε
κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το
τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του
ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να
'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή
διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του
βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς
την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του
μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το
τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι
εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του
φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε
ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει
στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί.
Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον
χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους
ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα,
χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως
το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν
έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε
με το πρόσωπο στο χώμα.
Α. Σαμαράκης
Από τη συλλογη διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1.
Το διήγημα δεν ονομάζει τόπο, χρόνο και πρόσωπα. Τι
πιστεύετε ότι πετυχαίνει με αυτό ο συγγραφέας;
2.
«Όχι, δεν τράβηξε τη
σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν
εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε
και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα.
Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους»: Να σχολιάσετε το
παραπάνω χωρίο εστιάζοντας στην πρόθεση του συγγραφέα. Ποιο πιστεύετε ότι είναι
το μήνυμα του κειμένου, πολεμικό ή αντιπολεμικό; Δικαιολογήστε την απάντησή
σας.
3.
Τι συμβολίζει στο διήγημα, κατά τη γνώμη σας, το
ποτάμι;
4.
Συσχετίστε το μήνυμα του διηγήματος με τον τίτλο της
συλλογής διηγημάτων, όπου ανήκει.
ΟΜΑΔΑ 3
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιατί;
.
Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα κόπασε
πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε
στο πείσμα του οχτρού.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.
«Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.
- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου.
Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος, να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα, κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει:
- «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.
Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
«Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
«Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».
Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.
Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του 'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομά του. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.
- Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
- Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει. Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.
«Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.
- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου.
Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος, να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα, κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει:
- «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.
Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
«Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
«Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».
Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.
Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του 'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομά του. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.
- Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
- Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει. Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.
Γ. Μαγκλής, Δεν
υπάρχουν αμαρτωλοί,
Δωρικός
Δωρικός
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1. Να
εξετάσετε τον συμβολισμό του ήλιου στην αρχή του διηγήματος.
2. Ποια
είναι η πρόθεση του συγγραφέα του διηγήματος; Ποιο είναι το μήνυμα του
κειμένου; Βασιστείτε στην απάντησή σας σε χωρία του κειμένου.
3. Ποια
τα συναισθήματα του νέου στρατιώτη πριν την εμφάνιση του αντιπάλου;
4. Ποια
ήταν η αντίδραση του νέου στρατιώτη, όταν εμφανίστηκε ο αντίπαλος στην πηγή;
Κατά πόσο δικαιολογημένη την κρίνετε;
ΟΜΑΔΑ 4
ΚΕΙΜΕΝΟ
Τελευταίος σταθμός
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι
που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων
που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της
τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι
άλλες ελπίδες,
5
πιο καθαρά μπορείς να το
διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και
λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη
μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες
του βοριά ρίχνοντας κάποτε 10
σε ταραγμένους δρόμους
ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε
τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα
της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα
που έμεινε για χρόνια 15
στην κάσα ενός φιλάργυρου,
και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής
κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω
στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό
χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του
γυρισμού, στην άκρη
20
μιας φθινοπωρινής μπόρας,
το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και
γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα
πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της
σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός
της σκέψης, ένας τρόπος 25
ν’ αρχίσεις να μιλάς για
πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε
βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από
τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη
καρδιά σου
30
μη σε προλάβει η ξενιτιά
και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά,
την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό
λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο
μυαλό μας,
35
και πολιτείες μεγάλες που
έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος
βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα
και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της
έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από
δημόσιες αμαρτίες,
40
καθένας κι ένα αξίωμα σαν
το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’
αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του
καθενός μας
ή αυτό που θα ’λεγες
αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες,
δόλο και απάτη,
45
ή ακόμη ιδιοτέλεια να
καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος
μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός,
ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που
λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο
λαμπύρισμα της μέρας
50
και πόδια που θα τρέχανε,
κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του
κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός
και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο,
ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος
55
προτιμά να σφυρίξουν τα
δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να
ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’
αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις
ρητορείες,
60
σαν είναι οι ζωντανοί
μακριά, τί θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο
πράγμα;
Μην είναι αυτό που
μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός
του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια,
θα μου πεις, φίλε.
65
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα
τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε
κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις,
δεν μπορείς.
Ίσως και να ’θελε να μείνει
βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που
κανείς δεν αγοράζει,
70
να σεργιανά μέσα σε κάμπους
αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια
κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί
με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον
πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι,
χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες 75
είτε στο πυρωμένο πλοίο που
θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο
μυαλό και δεν αλλάζουνε
τούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες
με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια
τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο
χώμα και ξαναφυτρώνουν· 80
ρίχνουν κλωνάρια και
ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος
σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια
και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς
γλυκότερα, κι η φρίκη
85
δεν κουβεντιάζεται γιατί
είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και
προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον
ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να
μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης 90
που έφυγε μ’ ανοιχτές
πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες
όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του
μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον
πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά
προχωρούμε…»
95
Οι ήρωες προχωρούν στα
σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι
που μ’ αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου 1944
|
Γ. Σεφέρης, Ο τελευταίος Σταθμός
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1.
Ποια είναι τα
συναισθήματα που, κατά τη γνώμη σας, έχει ο ποιητής; Να δικαιολογήσετε την
απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο.
2.
«Εύκολα τρίβεται ο
άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο
άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια
και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια
που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και
πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο
παραμικρό σφύριγμα του κέρδους».
Να
σχολιάσετε το περιεχόμενο των παραπάνω στίχων.
3.
Βρείτε στο ποίημα
στίχους που αναφέρονται στις επιπτώσεις του πολέμου.
4.
Πώς αντιλαμβάνεστε το
νόημα του στίχου «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»;
ΟΜΑΔΑ 5
ΚΕΙΜΕΝΟ
Η αποκριά
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
5
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή 10
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο
εν-δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βρήκε το φεγγάρι
Αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
15
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
|
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1. Το
ποίημα του Μ. Σαχτούρη αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο των ετών 1946-1949, μετά
από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Γερμανική κατοχή. Ποιες εικόνες σχετικές με
τον πόλεμο αποδίδονται από τον ποιητή;
2. Στο
ποίημα συμφύρονται δύο πραγματικότητες, αυτή του εμφυλίου και αυτή της
Αποκριάς. Κατά πόσο, κατά τη γνώμη σας, αυτή η έμπνευση του ποιητή υπηρετεί την
αντιπολεμική του πρόθεση;
3. Τι
κατά τη γνώμη σας συμβολίζει το φεγγάρι και για ποιους λόγους το μαχαιρώνουν με
μίσος;
4.
Σχολιάστε τον αρχικό και τελευταίο στίχο του ποιήματος «Μακριά
σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου