Η διδακτική αξιοποίηση της έννοιας της Συνεκτικότητας
Η
συνοχή από μόνη της δεν είναι αρκετή για να στηρίξει ένα καλά δομημένο
κείμενο. Οι συνοχικοί δεσμοί αποτελούν
απλώς αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ύπαρξη ενός κειμένου. Απαραίτητη
προϋπόθεση είναι επίσης η νοηματική συνάφεια ή συνεκτικότητα των διαφόρων μερών
του, αλλά και η συσχέτισή του με το άμεσο και ευρύτερο περικείμενο.[1] Η συνεκτικότητα
αφορά τον ή τους τρόπους με τους οποίους τα στοιχεία του
κειμενικού κόσμου, τα σχήματα, δηλαδή, των εννοιών και των σχέσεων που
υπόκεινται του επιφανειακού κειμένου, συναρμόζονται μεταξύ τους.[2]
Ο όρος αναφέρεται στην αλληλουχία
σημασιών, η οποία καθιστά ένα κομμάτι λόγου κατανοητό ως κείμενο. Πρόκειται για
βασική ιδιότητα του κειμένου, η οποία μπορεί να του προσδώσει σημασία, ακόμη
και όταν αυτό στερείται συνοχής.[3]
Η έννοια της συνεκτικότητας, λοιπόν,
αναφέρεται στο νοηματικό περιεχόμενο του κειμένου και καθορίζει το βαθμό στον
οποίο οι αναγνώστες κατανοούν το κείμενο. Βέβαια, η κατανόηση δεν εξαρτάται
μόνο από τη συνεκτικότητα του κειμένου, αλλά και από παράγοντες που συνδέονται
με τον αναγνώστη, όπως τις γνώσεις του για το θέμα και το βαθμό ενημερότητάς
του για τον τρόπο οργάνωσης των κειμένων. Έτσι, το ίδιο το κείμενο εμφανίζεται
με διαφορετικό βαθμό συνεκτικότητας στους αναγνώστες του.[4]
Οι πιο συνηθισµένοι άξονες συνεκτικότητας είναι: α) ο χρονολογικός, που διατάσσει τα
διάφορα στοιχεία µε τέτοιο τρόπο ώστε η ροή τους να παρακολουθεί τη φυσική ροή
του χρόνου, β) ο τοπικός/χωρικός,
όπου η διάταξη των στοιχείων είναι από το κέντρο του ενδιαφέροντος του
συγγραφέα προς την περιφέρεια ή αντίστροφα, από πάνω προς τα κάτω ή αντίστροφα,
από τα αριστερά προς τα δεξιά ή αντίστροφα, γ) ο επαγωγικός, που οδηγεί συλλογιστικά από τα µερικότερα στα
γενικότερα, δ) ο παραγωγικός, που
οδηγεί από τα γενικότερα στα µερικότερα. Όµως, παρόλο που η συνεκτικότητα
βοηθάει στη σαφήνεια του κειµένου, υπάρχουν περιπτώσεις που δυσκολεύεται ο
αναγνώστης να µεταβεί απρόσκοπτα από το ένα νόηµα στο άλλο. Η δυσκολία
οφείλεται στην έλλειψη συνδετικών λέξεων
ανάµεσα στα νοήµατα, δηλ. στην έλλειψη συνοχής.
Όσον
αφορά, λοιπόν, το κείμενο θεωρούμε ότι σημαντικό ρόλο στη νοηματική
συνεκτικότητά του παίζουν οι μικροδομές της πρότασης, οι μεσοδομές της
παραγράφου και οι μακροδομές του κειμένου ως ολότητα. Έτσι, μπορούμε να
εκλάβουμε ως δηλωτικά της νοηματικής συνεκτικότητας του κειμένου:
α) Την εσωτερική πληρότητα και ορθότητα των
προτάσεων και την (κατά παράταξη ή καθ’ υπόταξη) σύνδεσή τους σε περίοδο.
β) Την ορθή δόμηση των παραγράφων και την εμφανή
σύνδεση μεταξύ τους.
γ) Την παρουσία όλων των βασικών δομικών στοιχείων
του είδους, ενταγμένων στο κείμενο σύμφωνα με τις προσδοκίες των αναγνωστών ή,
τουλάχιστον, με αποκλίσεις αναγνωρίσιμες και αποδεκτές.[5]
3.1.3.1.
Η εσωτερική πληρότητα των προτάσεων και η σύνδεσή τους σε περίοδο:
Η
οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως
διατύπωση, λέγεται πρόταση.
Τα δύο πιο βασικά στοιχεία σε κάθε πρόταση είναι το ρήμα και το
ουσιαστικό. Το κομμάτι της πρότασης που
αναφέρεται στο ρήμα το λέμε ρηματικό
σύνολο (ΡΣ) ή ρηματικό μέρος (ΡΜ).
Το κομμάτι της πρότασης που αφορά στο ουσιαστικό λέγεται ονοματικό σύνολο (ΟΣ) ή ονοματικό μέρος (ΟΜ). Αν προσθέσουμε στους δύο αυτούς πυρήνες της
πρότασης τις λέξεις που είναι τα απαραίτητα συμπληρώματα της έννοιάς τους,
φτάνουμε σε οργανωμένα σύνολα λέξεων.
Η σειρά των λέξεων και η σειρά των όρων της πρότασης
Η
εκπαίδευση παρέχει τις γνώσεις.
Τις
γνώσεις η εκπαίδευση παρέχει.
Τις
γνώσεις παρέχει η εκπαίδευση
Παρέχει
η εκπαίδευση τις γνώσεις
Παρέχει
τις γνώσεις η εκπαίδευση
Όλες
οι παραπάνω προτάσεις είναι σχηματισμένες σωστά σύμφωνα με τους κανόνες της
ελληνικής γραμματικής και σημαίνουν λίγο πολύ το ίδιο
πράγμα. Με βάση αυτές τις προτάσεις μπορούμε να πούμε ότι οι κανόνες που αφορούν τη σειρά των λέξεων μέσα σε μια πρόταση στα
ελληνικά δεν είναι πολύ αυστηροί.
Η σχετική
ελευθερία της ελληνικής δεν
βρίσκεται στο επίπεδο
της λέξης: ενώ μπορούμε να έχουμε τις πέντε προτάσεις που είδαμε στην
αρχή, δεν είναι αλήθεια ότι μπορούμε να έχουμε τις ίδιες λέξεις με οποιαδήποτε σειρά χωρίς κανένα πρόβλημα, π.χ.:
Η
παρέχει εκπαίδευση τις γνώσεις.
Η
εκπαίδευση τις παρέχει γνώσεις.
Τις
παρέχει γνώσεις η εκπαίδευση.
Παρέχει
τις εκπαίδευση η γνώσεις.
Το πρόβλημα αυτών
των «προτάσεων» εντοπίζεται στο ότι διακόπτονται συγκεκριμένοι συνδυασμοί λέξεων. Φαίνεται λοιπόν
ότι υπάρχουν περιοριστικοί κανόνες για την ελευθερία των λέξεων μέσα σε
μια πρόταση που αφορούν συγκεκριμένες ομάδες λέξεων, που
ονομάζονται συντακτικά σύνολα, ή συντακτικές
φράσεις ή φραστικά συστατικά της πρότασης. Τα σύνολα αυτά
έχουν ιδιαίτερη συντακτική υπόσταση, που επιβάλλει, π.χ., ότι δεν μπορεί
να διακοπούν ή να αλλάξουν σειρά. Τα σύνολα αυτά λειτουργούν σαν συντακτικές ενότητες και
αποτελούν τους όρους της
πρότασης.
Έτσι, π.χ. το υποκείμενο της
πρότασής μας δεν είναι το ουσιαστικό "εκπαίδευση",
αλλά ολόκληρη η φράση "η
εκπαίδευση". Παρόμοια, το αντικείμενο της πρότασης δεν
είναι μόνο το ουσιαστικό "γνώσεις",
αλλά όλη η φράση "τις
γνώσεις".
Μάλιστα, οι φράσεις αυτές σχηματίζονται με συγκεκριμένους κανόνες
και μπορούν να επεκτείνονται χωρίς να αλλάζει η δομή της πρότασης
π.χ.: Η ελληνική εκπαίδευση
παρέχει συστηματικά μαθηματικές γνώσεις.
Τα είδη
των προτάσεων:
Ως προς το περιεχόμενό τους οι προτάσεις διακρίνονται:
α) Σε προτάσεις
κρίσεως: Ο ομιλητής θέλει να πληροφορήσει, να δηλώσει κάτι,
να διατυπώσει μια γνώμη ή να κρίνει κάτι.
β) Σε προτάσεις επιθυμίας: Ο
ομιλητής θέλει να εκφράσει παράκληση, προτροπή, προσταγή, ευχή και γενικά μια
επιθυμία του.
γ) Σε επιφωνηματικές προτάσεις: Με
αυτές εκφράζεται έκπληξη ή θαυμασμός και γενικά έντονο συναίσθημα.
δ) Σε ερωτηματικές προτάσεις: Ο
ομιλητής διατυπώνει μια ερώτηση, για να πληροφορηθεί για ένα θεμα που δεν
ξέρει.
Ως
προς την ποιότητά τους
οι προτάσεις χωρίζονται σε α)
Καταφατικές, β) αρνητικές.
Ως
προς τη σχέση τους με τις άλλες οι προτάσεις χωρίζονται
σε Κύριες και Δευτερεύουσες.
α)
Κύριες: Είναι οι προτάσεις που μπορούν να σταθούν μόνες τους
στο λόγο.
β)
Δευτερεύουσες: Είναι οι προτάσεις που δε μπορεί να
σταθούν μόνες τους στο λόγο, αλλά χρησιμεύουν, για να προσδιορίσουν μια άλλη
πρόταση ή έναν όρο προτάσεως.
Ως
προς τη δομή τους οι προτάσεις χωρίζονται σε:
α)
Απλές: Οι πρότασεις που αποτελούνται μόνο από το
υποκείμενο, και το κατηγόρημα
β)
Ελλειπτικές: Οι προτάσεις στις οποίες λείπουν όροι.
Συνήθως είναι μονολεκτικές.
γ)
Σύνθετες: Οι προτάσεις που έχει περισσότερα από ένα
υποκείμενα ή κατηγορούμενα.
δ)
Επαυξημένες: Είναι οι προτάσεις στις οποίες υπάρχουν
προσδιορισμοί και συμπληρώματα των κυρίων όρων.
Τρόποι σύνδεσης προτάσεων
1. Παρατακτική σύνδεση: συνδέει όμοιες προτάσεις και επιτυγχάνεται με
τη χρήση παρατακτικών συνδέσμων:
Συμπλεκτικοί: και,
ούτε, μήτε, ……..
Διαχωριστικοί: ή
είτε
Αντιθετικοί: όμως,
αλλά, μα και, μόνο, παρά, ωστόσο, μα, μολοταύτα……
Συμπερασματικοί: λοιπόν
,άρα, ώστε επομένως,
Επεξηγηματικός: δηλαδή
Η
παρατακτική σύνδεση έχει ως αποτέλεσμα τις απλές μορφές λόγου και
διευκολύνει τη διαδικασία της κατανόησης και της πρόσληψης. Συναντάται κυρίως
σε κείμενα που έχουν πιο απλό ύφος λόγου και χαρακτηρίζονται από το στοιχείο
της προφορικότητας, καθώς σε αυτά η πρόθεση του συντάκτη τους είναι η καθολική
απόδοση του μηνύματος ή η τέρψη του δέκτη.
2. Υποτακτική σύνδεση:
Συνδέει ανόμοιες προτάσεις και επιτυγχάνεται με τη χρήση υποτακτικών συνδέσμων.
Με την υποτακτική σύνδεση ο λόγος γίνεται πιο πυκνός και το ύφος πιο σύνθετο,
γι' αυτό η σύνδεση αυτή προτιμάται στον γραπτό λόγο και σε κείμενα με πιο
σοβαρό ύφος λόγου, στα οποία η πρόθεση του πομπού είναι κυρίως να πληροφορήσει
ή να πείσει.
Ειδικοί: ότι, πως, που
Ενδοιαστικοί: μη, μήπως
Χρονικοί: όταν , αφού, καθώς, ενώ, αφότου, πριν, μόλις, ώσπου
Εναντιωματικοί: αν και, και αν, και να, μόλο που, μολονότι
Αιτιολογικοί: αφού, διότι, επειδή, γιατί,
Υποθετικοί: αν, άμα
Τελικοί: για να, να
Συμπερασματικοί: ώστε,
έτσι που
3. Ασύνδετο σχήμα: Σε
αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται σε χωρία κειμένων η σύνδεση των νοημάτων με
κόμμα, χωρίς την ύπαρξη συνδέσμων (παρατακτικών ή υποτακτικών). Η πρόθεση του
πομπού ποικίλει ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας, αλλά σίγουρα με το
ασύνδετο σχήμα ο λόγος γίνεται πιο περιγραφικός και άμεσος. Επίσης,
διευκολύνεται η κλιμακωτή παράθεση σκέψεων και σε πολλές περιπτώσεις πρόθεση
του συντάκτη είναι να επικαλεσθεί το συναίσθημα του δέκτη και να τον
ευαισθητοποιήσει για το θέμα που πραγματεύεται. Τέλος, το ασύνδετο σχήμα
χρησιμοποιείται συχνά στη λογοτεχνία σε αφηγηματικά και περιγραφικά κείμενα.
Ευθύς και πλάγιος λόγος
Συχνά παρατηρείται σε κείμενα ο συνδυασμός ευθύ και
πλάγιου λόγου. Αν διερωτηθούμε την περίσταση επικοινωνίας στην οποία συνήθως
χρησιμοποιείται ο ευθύς λόγος και την αντίστοιχη περίσταση στην οποία επιλέγεται ο πλάγιος λόγος,
μπορούμε να κατανοήσουμε την πρόθεση του πομπού ή έστω το επικοινωνιακό
αποτέλεσμα που δημιουργείται.
Ειδικότερα:
α) Ο ευθύς λόγος είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του
προφορικού λόγου, ο οποίος διέπεται από αμεσότητα στην επικοινωνία.
β) Ο πλάγιος λόγος παρατηρείται στον γραπτό λόγο και
χρησιμοποιείται για την έμμεση απόδοση του μηνύματος από την πλευρά του πομπού.
Με αυτό τον τρόπο ο πομπός πετυχαίνει να προσδώσει στο λόγο του ένα πιο
πληροφοριακό ύφος.
Συνεπώς,
η εναλλαγή του ευθύ με τον πλάγιο λόγο σε κάποια σημεία ή στην έκταση ενός
κειμένου είναι απόρροια της πρόθεσης του συντάκτη του κειμένου να αποδώσει το μήνυμα
με πιο άμεσο τρόπο. Επίσης, είναι γνώρισμα του λεγόμενου "μεικτού"
λόγου, αυτού δηλαδή που βρίσκεται ανάμεσα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο,
όπως παρατηρούμε σε εκλαϊκευμένα κείμενα ή στον προσχεδιασμένο προφορικό λόγο
(ομιλίες, εισηγήσεις κ.α.)
Πολλές
φορές είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα όρια ανάμεσα στον προφορικό και γραπτό
λόγο. Για παράδειγμα, περιπτώσεις της καθημερινής μας ζωής που το γραπτό
κείμενο έχει στοιχεία προφορικού λόγου είναι: τα πρόχειρα σημειώματα, τα
μηνύματα στα κινητά τηλέφωνα, τα κόμικς, τα ημερολόγια, τα συνθήματα ή ακόμη η
επιστολή σε φιλικό πρόσωπο. Μπορεί, όμως, να συμβαίνει και το αντίστροφο,
δηλαδή προφορικά κείμενα με χαρακτηριστικά γραπτού λόγου (ομιλία σε
ακροατήριο).
Άλλοτε
πάλι συναντάμε περιπτώσεις με μεικτά χαρακτηριστικά: Μια ιστοσελίδα (γραπτό κείμενο)
μπορεί να έχει και στοιχεία γραπτού λόγου (οργάνωση σε παραγράφους, πιο
φροντισμένο λόγο) και στοιχεία προφορικού λόγου (οικείο, φιλικό ύφος). Παράδοση
μαθήματος (προφορικό κείμενο) έχει στοιχεία και προφορικού λόγου (εξωγλωσσικά,
παραγλωσσικά στοιχεία) και στοιχεία γραπτού λόγου (προσχεδιασμένος λόγος).
Παραδείγματα
|
Παράδειγμα 1
|
«Το παιδί έκλαιγε». Το είπε με το κεφάλι πλαγίως στην
κάμερα. Μπορεί το παιδί να σπάραζε. Αλλά το «έκλαιγε» βολεύει καλύτερα. Το είχε
ακούσει το κλάμα του παιδιού. Από κείνους τους χάρτινους τοίχους των διαμερισμάτων. Μπορεί να
πέρναγε το κλάμα από το χωνί του απορροφητήρα μαζί με τη μυρουδιά του φαγητού
μιας κατσαρόλας ή από το χωνί του φωταγωγού ή από την τρύπα της κλειδαριάς της
πόρτας. «Το παιδί έκλαιγε». Το είπε κάποιος «δίπλα». Σε κείνα τα σπίτια που ο ένας αφουγκράζεται την ανάσα της καθημερινότητας του δίπλα. Που
ακούει το κάθε βήμα και ξέρει πότε ήρθε και
πότε έφυγε ο δίπλα.
Περίεργα ακούγεται αυτό το «ο δίπλα».
«Το παιδί έκλαιγε» και δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Και μετά;
Μπορεί να δυνάμωσε την
τηλεόραση, για να σκεπάσει το κλάμα. Μπορεί να ξεφύσηξε
χολοσκασμένος και
να είπε στη γυναίκα του «Φτιάξε έναν καφέ να πιω, να φύγω. Δεν μπορώ να το
ακούω άλλο». Μπορεί η γυναίκα του να είπε «Να πάρω την αστυνομία;». Μπορεί να
της απάντησε «Άσε δεν είναι να μπλέκεις. Αυτός
είναι τρελός». Μπορεί να συνέχισε «Τι θες από το σουπερμάρκετ;», «Πολλά
θέλω αλλά δεν έχουμε ευρώ». Μπορεί να μίλησαν και για τη μάνα του παιδιού
που έλειπε «Έχω πολύ καιρό να τη δω. Ποιος ξέρει πού γυρνάει...». Μπορεί να μίλησαν και
για πολιτική. Σίγουρα μίλησαν. Να κούνησαν το κεφάλι ότι δεν βλέπουν
προκοπή. Μπορεί και να διέκοψαν «Δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να κάνουμε με το παιδί που
κλαίει δίπλα». Μπορεί να κατέληξαν «Θα δούμε»... Μπορεί να ήμουν κι εγώ αυτός ο
δίπλα;
Το παιδί έκλαιγε. Μερικά παιδιά δεν σταματάνε το
κλάμα. Το ξεκινάνε με την άφιξη σε τούτον τον κόσμο. Όπως όλα τα παιδιά του
κόσμου. Ευλογία το θεωρούν το πρώτο κλάμα. Ή μπορεί και να 'ναι κατεύθυνση.
Μια σβέλτη πρώτη γνωριμία. Όποτε κλαις, η μανούλα θα σε σφίγγει ζεστά και θα
σου χαμογελάει. Θα σου λέει «σώπα, σώπα μωρό μου» και θα σταματάς. Μερικά
παιδιά… Πού να το φανταστούν κι αυτά; Δεν θα σταματήσουν ποτέ το πρώτο κλάμα.
Και γω, μου φαίνεται, τζάμπα ονειρεύομαι έναν κόσμο που τα παιδιά θα τα φέρνουν
στον κόσμο μόνον όσοι αντιλαμβάνονται την ευθύνη.
Σχολιασμός
|
Το
κείμενο έχει δημοσιευθεί στο διαδίκτυο και έχει τα χαρακτηριστικά του μεικτού
λόγου. Αυτό σημαίνει ότι, αν και πρόκειται για γραπτό κείμενο, έχει έντονα
στοιχεία προφορικότητας. Αυτή αρχικά δημιουργείται με την σύνταξη, η οποία
είναι απλή και παρατακτική. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η πρόταση " Αλλά το «έκλαιγε»
βολεύει καλύτερα" στην πρώτη παράγραφο, η οποία συνδέεται με την
προηγούμενη με τον αντιθετικό σύνδεσμο "αλλά", αν και υπάρχει η
τελεία ως σημείο στίξης. Ανάλογη περίπτωση παρατηρούμε στην τρίτη παράγραφο του
κειμένου στην πρόταση " Όπως όλα τα παιδιά του κόσμου", η οποία είναι
δευτερεύουσα αναφορική παραβολική, η οποία διαχωρίζεται από την προηγούμενη με
το σημείο στίξης της τελείας.
Υπάρχουν, επίσης, ελλειπτικές
προτάσεις, όπως " Σε κείνα τα σπίτια που ο ένας
αφουγκράζεται την ανάσα της καθημερινότητας
του δίπλα" (1η παράγραφος) "Ή μπορεί και να 'ναι κατεύθυνση. Μια
σβέλτη πρώτη γνωριμία." (3η παράγραφος). Ο λόγος είναι μικροπερίοδος με
σπάνια την υπόταξη, η οποία όπου υπάρχει είναι απλή. Επίσης, παρατηρείται η
πρόθεση του πομπού να καταστήσει πιο άμεσο τον λόγο με τον συνδυασμό πλάγιου
και ευθύ λόγου, όπως φαίνεται στα χωρία "Το παιδί έκλαιγε", "Φτιάξε
έναν καφέ να πιω, να φύγω. Δεν μπορώ να το ακούω άλλο", "Να πάρω την αστυνομία;", "Άσε δεν είναι να
μπλέκεις. Αυτός είναι τρελός" και σε άλλα. Με αυτό τον τρόπο, όπως και με
την παρατακτική σύνδεση των νοημάτων, ο πομπός πετυχαίνει να προσδώσει
αμεσότητα στον λόγο του. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το λεξιλόγιο, το
οποίο αποτελείται από πολλές λέξεις της καθημερινής ομιλίας ( σπάραζε, βολεύει,
μυρουδιά, σβέλτη, τσάμπα...)
Παράδειγμα
2
|
Κατ’ αρχάς, και αυτή είναι η μεγάλη
διαφορά από τον «πνευματικό κόσμο» της Μεταπολίτευσης, η γενιά του τριάντα
παρενέβαινε δημοσία για να υπερασπιστεί το έργο της και όχι την κοινωνική της ή
την επαγγελματική της θέση, όπως οι διάφοροι πανεπιστημιακοί που ανέλαβαν
ανεπιτυχώς να παίξουν τον ρόλο της πνευματικής ηγεσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Μπορεί να έπεφταν έξω σε πολλά,
αλίμονο, όμως, κανείς δεν μπορεί να τους αφαιρέσει το τεκμήριο της πνευματικής
εντιμότητας. Κατά δεύτερον, όσες διαφορές κι αν υπάρχουν ανάμεσα στον τρυφερό
Βενέζη και τον πιο εγκεφαλικό Θεοτοκά, και με άλλους ακόμη περισσότερες, όλοι
προσπάθησαν να υπηρετήσουν ένα είδος το οποίο ως τότε ήταν μάλλον
παραγνωρισμένο στη φιλολογική μας δημοκρατία, το μυθιστόρημα. Άλλοι καλύτερα,
άλλοι λιγότερο καλά, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Έφτιαξαν
μια μυθιστορηματική γλώσσα για εμάς τους μεταγενέστερους, την οποία καθήκον μας
ήταν να επεξεργαστούμε και να ξεπεράσουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να την
αγνοήσουμε. Και φτιάχνοντας αυτήν τη γλώσσα, προσπάθησαν να εντάξουν την
ελληνική πνευματική δημιουργία στην επικράτεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όταν
μιλάμε για μυθιστόρημα, μιλάμε για Ευρώπη και η γενιά του τριάντα το υπηρέτησε
όσο καλύτερα μπορούσε, χωρίς όμως να αισθάνεται ότι προδίδει τα εθνικά της
αισθήματα. Υπερασπιζόμενη τον μύθο περί αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού
λαού, ήταν σε μόνιμο διάλογο με τα τεκταινόμενα στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή.
Δεν τους ήταν ξένη και πάντως δεν αισθάνονταν ότι δημιουργούσαν σε αντίθεση με
τους Ευρωπαίους ομοτέχνους τους. Η στάση αυτή της σύνθεσης και του διαλόγου
είναι εμφανής και στην ποίηση, αλλά και στη ζωγραφική της ίδιας εποχής. Και
αξίζει κάποτε να αναρωτηθούμε πόσο διαφορετικές θα ήσαν οι σχέσεις μας με την
ευρωπαϊκή παιδεία, αν, αντί να εμπιστευθούμε το εκπαιδευτικό σύστημα στα αδαή
και κυνικά προϊόντα των κομματικών σωλήνων, το είχαμε εμπιστευθεί σε ανθρώπους
σαν τον Βενέζη ή τον Θεοτοκά.
http://www.kathimerini.gr/762498
Σχολιασμός
|
Στο
κείμενο το ύφος του λόγου μπορεί να χαρακτηρισθεί σύνθετο, καθώς υπάρχει
μακροπερίοδος λόγος και διαδοχική υπόταξη με την παρουσία αρκετών δευτερευουσών
προτάσεων και νοημάτων σε κάθε περίοδο λόγου. Για παράδειγμα στην αρχή του
κειμένου παρατηρούμε στην περίοδο λόγου "Κατ’ αρχάς, και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τον
«πνευματικό κόσμο» της Μεταπολίτευσης, η γενιά του τριάντα παρενέβαινε δημοσία
για να υπερασπιστεί το έργο της και όχι την κοινωνική της ή την επαγγελματική
της θέση, όπως οι διάφοροι πανεπιστημιακοί που ανέλαβαν ανεπιτυχώς να παίξουν
τον ρόλο της πνευματικής ηγεσίας τις τελευταίες δεκαετίες" μια κύρια
πρόταση (Κατ’ αρχάς, και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τον «πνευματικό κόσμο»
της Μεταπολίτευσης, η γενιά του τριάντα παρενέβαινε δημοσία), η οποία είναι
επαυξημένη και μάλιστα με επεξήγηση της διαφοράς, μια δευτερεύουσα τελική πρόταση
(για να υπερασπιστεί το έργο της και όχι την κοινωνική της ή την επαγγελματική
της θέση), μια αναφορική παραβολική πρόταση (όπως οι διάφοροι πανεπιστημιακοί),
μια αναφορική προσδιοριστική πρόταση (που ανέλαβαν ανεπιτυχώς) και μια
δευτερεύουσα βουλητική πρόταση (να παίξουν τον ρόλο της πνευματικής ηγεσίας τις
τελευταίες δεκαετίες)
Ανάλογη εικόνα παρατηρούμε στο
υπόλοιπο κείμενο. Άλλο χαρακτηριστικό της σύνταξης είναι η επιλογή του πομπού
να χρησιμοποιήσει πλάγιο λόγο, προκειμένου να αποδώσει το μήνυμά του σε πιο
πληροφοριακό ύφος λόγου. Άλλωστε, το κείμενο έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδα.
Τέλος, ενδεικτική της γλωσσικής ικανότητας για την απόδοση των νοημάτων σε πιο
σύνθετη μορφή είναι η χρήση μετοχών στον λόγο (φτιάχνοντας αυτήν τη γλώσσα,
Υπερασπιζόμενη τον μύθο...). Η επιλογή των μετοχών για την απόδοση
συμπληρωματικών για το νόημα των ρημάτων επιρρηματικών σχέσεων εμπλουτίζει τις
προτάσεις και προϋποθέτει πιο προσεκτικούς αναγνώστες, εξοικειωμένους με
ανάλογο ύφος λόγου. Αυτό σημαίνει ότι ο πομπός με το κείμενό του δεν
απευθύνεται σε ένα διευρυμένο αναγνωστικό κοινό, όπως ο συντάκτης του κειμένου
του προηγούμενου παραδείγματος.
Παράδειγμα
3
|
Η
σύνδεση μας με την ΕΟΚ θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της Τουρκοκρατίας στην
Ελλάδα.
Δεν
εννοώ φυσικά τη στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία των Τούρκων. Αυτή
τέλειωσε το 1828. Εννοώ την ψυχολογική επίδραση της παρουσίας και της
γειτονίας τους. Μπορεί να διώξαμε τους Τούρκους από τη χώρα μας, αλλά κάναμε
πολλά χρόνια να τους διώξουμε από μέσα μας. Ήταν μόνιμα μέτρο σύγκρισης και
άλλοθι.
Μια
ατμόσφαιρα μοιρολατρίας και αλλοτρίωσης είχε μείνει σ' αυτή τη χώρα. Μια
περίεργη σχέση με το κράτος, με το μέλλον, με τον εαυτό μας. Κακομοιριά και
ευθυνοφοβία. Ραγιαδισμός και ωχαδερφισμός. Μικροπρόθεσμη σκέψη και
μικρόψυχο αίσθημα. Μοναδικά μέσα επιβίωσης: το σκύψιμο του Χατζηαβάτη, ή η
πονηριά του Καραγκιόζη.
Αυτός
ήταν ο Τούρκος μέσα μας.
Μίζερες
και οι σχέσεις με τους άλλους λαούς. Με την καχυποψία του φουκαρά, βλέπαμε κάθε
κίνησή τους σαν συνωμοσία εναντίον μας. Η πίστη στην παντοδυναμία του “ξένου
δάκτυλου” (το εθνικό πλέγμα παράνοιας) μας αφαιρούσε κάθε ευθύνη για τις
πράξεις μας — κι έτσι διευκόλυνε τελικά τις, οποίες, ξένες επεμβάσεις.
Έλλειψη
εθνικής αυτοπεποίθησης: Υφέσεις κατωτερότητας και εξάρσεις πατριδοκαπηλίας.
Υστερίες δυσπιστίας και εκρήξεις δουλικότητας και μιμητισμού.
Αυτός
ήταν ο Τούρκος μέσα μας.
Τώρα
μπαίνουμε σ' έναν άλλο χώρο, όπου οι άνθρωποι έχουν ψηλά το κεφάλι, το βλέμμα
τους κοιτάει μακριά, και δεν ρίχνουν σε άλλους τις ευθύνες για την Ιστορία
τους. Τώρα, μέτρο μας γίνεται η Ευρώπη. Κι εδώ θα δούμε τι μπορεί να κάνει το
Ρωμέικο φιλότιμο.
Ως
σήμερα το σημείο συγκρίσεως —ή αναφοράς μας— ήταν η άμεση γειτονιά μας,
ανατολική η βόρεια. Ούτε σκέψη να μετρηθούμε με τους Δυτικούς. “Μα τώρα,
μπορούμε εμείς να συγκριθούμε με αυτούς;”. Και ησυχάζαμε.
Με
μια γεωγραφική υπερφαλάγγιση παρακάμψαμε τα Βαλκάνια, γεφυρώσαμε τις θάλασσες
και συνδεθήκαμε. Και από σήμερα με “αυτούς” θα συγκρινόμαστε. Τέρμα οι
δικαιολογίες και τα βολέματα.
Ποίος
φοβάται την Ευρώπη; Όλοι μας. Την αποζητάμε και την τρομάζουμε. Την
απαιτούμε και την τρέμουμε. Τη θεωρούμε δικαιωματικά δική μας και ολοκληρωτικά
ξένη.
Είναι
και τα δύο.
Η
Ευρώπη γεννήθηκε από την Ελλάδα — μια Ελλάδα όμως που δεν υπάρχει πια.
Προχώρησε, διαμορφώθηκε, οριστικοποιήθηκε, χωρίς την Ελλάδα. Και σήμερα
υποδέχεται τη μακρινή της πρόγονο ψάχνοντας πεισματικά να ανακαλύψει στα
χαρακτηριστικά του προσώπου της κρυφές ομοιότητες.
http://www.ndimou.gr/el/keimena/dimosieymata/epikaira,
ανακτήθηκε την 24-7-18
Σχολιασμός
|
Στο
κείμενο του Ν. Δήμου είναι έντονα τα στοιχεία προφορικότητας, καθώς είναι
εμφανής η πρόθεση του συντάκτη να απευθυνθεί σε ένα εκτεταμένο αναγνωστικό
κοινό αποδίδοντας με καθολικότητα το μήνυμά του ότι η ένταξη της χώρας μας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αλλάξουμε ως λαός προς το
καλύτερο τη νοοτροπία και την κουλτούρα μας. Είναι προφανές ότι το θέμα του
κειμένου είναι σχετικό με την πολιτική επικαιρότητα της εποχής που γράφτηκε και
γι' αυτό ο λόγος και η σύνταξη είναι δομημένα με τρόπο που οι απόψεις του
πομπού να γίνονται άμεσα κατανοητές.
Ειδικότερα, στο σύνολό τους οι
προτάσεις του κειμένου από πλευράς δομής μπορούν να χαρακτηρισθούν ως
ελλειπτικές, δείγμα προφορικότητας του λόγου. Ενδεικτικά είναι τα χωρία "Μια
ατμόσφαιρα μοιρολατρίας και αλλοτρίωσης είχε μείνει σ' αυτή τη χώρα. Μια
περίεργη σχέση με το κράτος, με το μέλλον, με τον εαυτό μας. Κακομοιριά και
ευθυνοφοβία. Ραγιαδισμός και ωχαδερφισμός. Μικροπρόθεσμη σκέψη και μικρόψυχο
αίσθημα. Μοναδικά μέσα επιβίωσης: το σκύψιμο του Χατζηαβάτη, ή η πονηριά του
Καραγκιόζη." και " Έλλειψη εθνικής αυτοπεποίθησης: Υφέσεις
κατωτερότητας και εξάρσεις πατριδοκαπηλίας. Υστερίες δυσπιστίας και εκρήξεις
δουλικότητας και μιμητισμού. Αυτός ήταν ο Τούρκος μέσα μας." Όπως
παρατηρούμε, στα παραπάνω χωρία επικρατούν ονοματικά σύνολα, γιατί ο πομπός
επιδιώκει να αναδείξει χαρακτηριστικά της νεοελληνικής νοοτροπίας, όπως αυτά
διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και τις επιρροές που δέχτηκε ο
λαός μας.
Από την άλλη, η σύνταξη είναι
παρατακτική. Οι δευτερεύουσες προτάσεις είναι λίγες και στην περίπτωση που
υπάρχουν συνθέτουν απλή υπόταξη στην περίοδο λόγου (Κι εδώ θα δούμε τι μπορεί
να κάνει το Ρωμέικο φιλότιμο). Άλλωστε, οι περίοδοι λόγου είναι μικρές σε έκταση.
Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα παρατηρούμε τη σύνδεση των προτάσεων με ασύνδετο
σχήμα λόγου, ειδικά απλών στη δομή τους προτάσεων, στις οποίες κυριαρχεί το
ρήμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα χωρία "Με μια γεωγραφική υπερφαλάγγιση
παρακάμψαμε τα Βαλκάνια, γεφυρώσαμε τις θάλασσες και συνδεθήκαμε", " Προχώρησε,
διαμορφώθηκε, οριστικοποιήθηκε, χωρίς την Ελλάδα".
Γενικά, σε όλο το κείμενο είναι
φανερή η πρόθεση του πομπού να μεταφέρει το μήνυμα με αμεσότητα και σε οικείο
ύφος λόγου, προκειμένου να προσεγγίσει τον δέκτη. Με την απλή και παρατακτική
σύνταξη πετυχαίνει να δημιουργήσει την αίσθηση ότι συνομιλεί κατά κάποιο τρόπο
με τον αναγνώστη. Σε αυτό αποσκοπεί η χρήση ρητορικών ερωτήσεων στις οποίες
απαντά ο ίδιος και η χρήση του πρώτου πληθυντικού ρηματικού προσώπου, το οποίο
προσδίδει καθολικότητα στο μήνυμα. Ενδεικτικό είναι το χωρίο του κειμένου
" Ποίος φοβάται την Ευρώπη; Όλοι μας. Την αποζητάμε και την τρομάζουμε.
Την απαιτούμε και την τρέμουμε. Τη θεωρούμε δικαιωματικά δική μας και
ολοκληρωτικά ξένη."
[1] Γεωργακοπούλου, Α., Γούτσος, Δ., (1999), ό,ά,
σ.σ. 84.
[2] Beaugrande, R. and Dressler, W.,
(1981), Introduction to Text Linguistics. London : Longman, σ.σ.4.
[4] Ματσαγγούρας, Η., (2001), ό,ά, σ.σ. 314.
[5] Ματσαγγούρας, Η., (2001), ό,ά, σ.σ.314.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου