Η επίκληση στη λογική
ΤΡΟΠΟΙ
ΠΕΙΘΟΥΣ
|
Α. Επίκληση στη λογική του δέκτη:
Η επίκληση στη λογική του δέκτη είναι ο τρόπος
πειθούς που κυρίως συναντάται σε επιχειρηματολογικά κείμενα που έχουν λογική
οργάνωση και δομή. Τα μέσα που επιστρατεύει ο πομπός στην προσπάθειά του να
πείσει είναι τα επιχειρήματα και τα τεκμήρια.
Επιχειρήματα:
Είναι
οι λογικές σκέψεις του πομπού που στα κείμενα δεν συναντώνται με την αυστηρή
λογική δομή των προκείμενων - συμπεράσματος που παρατηρείται στους τυπικούς
συλλογισμούς της Λογικής (κλάδου της Φιλοσοφίας). Ειδικότερα, ως επιχειρήματα
μπορούμε να θεωρήσουμε:
- Λογικές θέσεις που συνήθως διατυπώνονται στην αρχή
μιας παραγράφου.
- Αιτιολογικές προτάσεις που επεξηγούν μια κρίση.
- Συμπερασματικές προτάσεις που δηλώνουν το
αποτέλεσμα/συνέπεια μιας κατάστασης/ενέργειας.
- Προτάσεις που εμπεριέχουν προτάσεις για την
αντιμετώπιση μιας προβληματικής κατάστασης.
- Περιόδους λόγου που περιέχουν συμπεράσματα κατά
την ολοκλήρωση μιας λογικής σκέψης.
Τεκμήρια:
Είναι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο πομπός, για να ισχυροποιήσει
την ορθότητα των λογικών σκέψεων που διατυπώνει. Ειδικότερα, αυτά ανήκουν στις
εξής κατηγορίες:
- Αλήθειες: Ονομάζουμε τις γενικές θέσεις που είναι
καθολικής ισχύος και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
- Στατιστικά στοιχεία ή αποτελέσματα έρευνας
- Παραδείγματα (σύγχρονα, ιστορικά)
Επίκληση στην αυθεντία με τη διατύπωση της άποψης
ενός γνωστού προσώπου.
Συλλογιστική
πορεία: Ονομάζουμε την πορεία που ακολουθεί η σκέψη του
πομπού κατά την ανάπτυξή της. Μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής είδη:
Παραγωγική
συλλογιστική πορεία: Από μια γενική θέση η σκέψη του πομπού
καταλήγει σε μια πιο ειδική θέση.
Επαγωγική
συλλογιστική πορεία: Από μια ειδική θέση η σκέψη του πομπού
καταλήγει σε μια γενική θέση.
Αναλογική
συλλογιστική πορεία: Από μια ειδική θέση η σκέψη του πομπού
καταλήγει σε μια ειδική θέση.
Παράδειγμα
1
|
Μανόλης Ανδρόνικος, Η προστασία του περιβάλλοντος
Η αλόγιστη καταστροφή του φυσικού χώρου, μέσα στον οποίον και από
τον οποίον ζούμε, έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια με ρυθμό επικίνδυνο. Την
ίδια στιγμή και παράλληλα μ' αυτήν, συντελείται και η καταστροφή, άμεση ή
έμμεση, των μνημείων που ο πολιτισμός των αιώνων έχει κληροδοτήσει στον τόπο
μας. Εταιρείες και άτομα προσπαθούν με διακηρύξεις και θεωρητικές αναλύσεις να
πείσουν - ποιους; - για την ανάγκη και την υποχρέωση που έχουμε να σεβαστούμε
και να προφυλάξουμε το "φυσικό περιβάλλον" και τα ιστορικά μας
μνημεία. Η πρόθεση είναι αναντίρρητα ορθή και επαινετή, όμως φοβούμαι πως
υπάρχει ο κίνδυνος να εξαντληθεί σε σχήματα λόγου, αν δεν αναζητηθούν οι αιτίες
του κακού και δεν ανατραπούν από τη ρίζα τους.
Υποπτεύομαι ότι σε πολλές περιπτώσεις οι κρίσεις ξεκινούν από και
κατευθύνονται προς θεωρητικές αναζητήσεις αισθητικής μορφής. Πιστεύουν πολλοί
πως εκείνο που χρειάζεται είναι η διαφώτιση των ανθρώπων για την αξία του χώρου
και του περιβάλλοντος. Κάποτε στο οπλοστάσιο των διαφωτιστών βρίσκει κανείς
στατιστικά στοιχεία για τις βιολογικές και άλλες συνέπειες που μπορεί να
προκαλέσει η μεταβολή ή η καταστροφή που συντελείται. Όλα αυτά είναι σωστά-
σκοπεύουν όμως το "τέλος", όχι την αιτία του κακού.
Νομίζω πως η αιτία βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής μας δομής:
Θέλω να πω, η αιτία υπάρχει στην τάση του αλόγιστου και ανεξέλεγκτου ιδιωτικού
πλουτισμού, που έχει θέσει μοναδικό σκοπό του την πραγμάτωση του υλικού
κέρδους. Είναι πολύ εύκολη η διαπίστωση της αλήθειας αυτής- το φυσικό τοπίο
μεταμορφώνεται: α) από τις βιομηχανικές μονάδες που χρειάζονται τα φυσικά
στοιχεία ως πρώτη ύλη, β) από τις βιομηχανικές μονάδες που χρειάζονται τα
φυσικά στοιχεία (θάλασσα, ποταμούς κτλ.), για να απαλλαγούν με τον πιο
οικονομικό τρόπο από τα περιττά υλικά της βιομηχανικής κατεργασίας, γ) από τις
επιχειρήσεις που οικοδομούν τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και δ) από κάθε
ιδιώτη που θέλει να αποκομίσει το μέγιστο κέρδος από το χώρο που του ανήκει ως
ιδιοκτησία. Εδώ μπορεί και πρέπει να προστεθεί κάτι πολύ σημαντικό. Και στις
τέσσερις αυτές κατηγορίες έχουν εισχωρήσει και εισχωρούν ολοένα πιο έντονα
"πρόσωπα" νομικά ή φυσικά, που δεν ανήκουν στο εθνικό σύνολο της
χώρας μας, γεγονός που επιτείνει την αλλοτρίωση της εθνικής περιουσίας σε πολλαπλάσιο
βαθμό.
Αν αυτές οι αντικειμενικές διαπιστώσεις δεν μπορούν να
αμφισβητηθούν, τότε προκύπτουν με λογική συνέπεια τα επόμενα συμπεράσματα: 1)
Καμιά "αισθητική" ή άλλη αγωγή δεν μπορεί να είναι η αιτία του κακού
και καμιά τέτοια αγωγή δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για τη θεραπεία του. 2)
Είναι αδύνατο να επιδιώκεται η "μεγιστοποίηση" (για να χρησιμοποιήσω
τον κακό αυτό οικονομικό όρο) του οικονομικού κέρδους μιας
"επενδύσεως" και ταυτόχρονα να παρακωλύεται αυτή από παράγοντες που
την αντιστρατεύονται. 3) Είναι αδύνατο η απεριόριστη επιδίωξη του ατομικού
συμφέροντος να μην έρχεται σε σύγκρουση με το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.
4) Είναι αδύνατο στο κράτος, που πρέπει να αποτελεί την πολιτική έκφραση του
εθνικού συνόλου, να ελέγξει τις ιδιωτικές αυτές τάσεις για κέρδος, όταν θεσμικά
τις κατοχυρώνει και προγραμματικά τις ενισχύει, πιστεύοντας πως έτσι θεμελιώνει
και προωθεί την οικονομική ανάπτυξη του τόπου. 5) Είναι αδύνατο να ελεγχθεί και
να περιορισθεί το κακό με αποσπασματικά και περιπτωσιακά μέτρα, όταν δεν
υπάρχει συνολικό εθνικό πρόγραμμα που να συνθέτει όλα τα δεδομένα, και τα
οικονομικά και τα πολιτιστικά, με κριτήριο το συμφέρον του συνόλου και αυτό όχι
βραχυπρόθεσμα αλλά με μακροχρόνιες προοπτικές, που να υπερβαίνουν την εφήμερη
χρονική διάρκεια μιας γενιάς.
Δεύτερο, λοιπόν, συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα
συμπεράσματα είναι ότι το "πρόβλημα προστασίας του περιβάλλοντος κτλ.
κτλ." δεν είναι ούτε πρόβλημα αισθητικό, ούτε πρόβλημα αγωγής, ούτε ακόμη
πρόβλημα "κάποιου" ελέγχου ή "κάποιου" προγραμματισμού.
Είναι στη βάση του πρόβλημα πολιτικό, όπως πολιτικά είναι όλα τα θεμελιακά
προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ένα έθνος. Αλλά ακόμα και πρόβλημα
"παιδείας" και μόνον αν το χαρακτήριζε κανείς, πάλι σε τελευταία ανάλυση
θα έπρεπε να φτάσει στην ίδιαν αναγωγή, αφού ακριβώς αυτό το βασικό θέμα που
ονομάζουμε "Παιδεία" είναι, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο θέμα,
πολιτικό.[...]
Μανόλης Ανδρόνικος, ΧΡΟΝΙΚΟ 1974
Σχολιασμός
|
Το
κείμενο του Μ. Ανδρόνικου πραγματεύεται ως θέμα την καταστροφή του φυσικού
περιβάλλοντος. Η θέση του συντάκτη του κειμένου είναι ότι το πρόβλημα δεν
οφείλεται στην έλλειψη ενημέρωσης, αλλά στην αλόγιστη τάση για πλουτισμό που
χαρακτηρίζει την οικονομική ανάπτυξη στην εποχή μας ("Νομίζω πως η αιτία
βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής μας δομής: Θέλω να πω, η αιτία υπάρχει στην
τάση του αλόγιστου και ανεξέλεγκτου ιδιωτικού πλουτισμού, που έχει θέσει
μοναδικό σκοπό του την πραγμάτωση του υλικού κέρδους."). Για να
τεκμηριώσει την παραπάνω θέση παραθέτει τέσσερα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν
ότι η κερδοσκοπική τάση ιδιωτών και εταιρειών είναι η αιτία του προβλήματος.
Στο τέλος της τρίτης παραγράφου παραθέτει άλλο ένα επιχείρημα: Και στις
τέσσερις περιπτώσεις που ανέφερε παραδειγματικά υπάρχει αδιαφορία για το
περιβάλλον στην Ελλάδα, διότι έχουν εισχωρήσει ιδιώτες ή εταιρείες ξένης
εθνικής προέλευσης.
Στη
συνέχεια (τέταρτη παράγραφος) ο πομπός εισέρχεται σε επιμέρους συμπεράσματα, τα
οποία προκύπτουν από τη θέση που απέδειξε στην προηγούμενη παράγραφο. Τα
συμπεράσματα αυτά συνιστούν επιμέρους επιχειρήματα που καταλήγουν σε ένα
γενικότερο συμπέρασμα - θέση στην επόμενη και τελευταία παράγραφο του κειμένου:
Το πρόβλημα της προστασίας ή καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος είναι
κυριότατα πολιτικό πρόβλημα. Αυτή είναι και η καταληκτική θέση του πομπού, η
οποία παρουσιάζεται αναδιατυπωμένη και διαφορετική αναφορικά με την αρχική,
διότι έχει αποδειχθεί με ικανοποιητικό τρόπο στο κύριο μέρος του κειμένου.
Ενδιαφέρον
έχει να προσέξουμε και τη συλλογιστική πορεία που ακολουθεί ο πομπός κατά την
απόδειξη της θέσης του, ειδικά στις δύο τελευταίες παραγράφους του κειμένου:
Είναι εμφανές ότι τα πέντε επιμέρους συμπεράσματα που διατυπώνει στην
προτελευταία παράγραφο καταλήγουν σε ένα γενικότερο συμπέρασμα στην τελευταία
παράγραφο. Συνεπώς, μπορούμε να κάνουμε λόγο για επαγωγική συλλογιστική πορεία.
Παράδειγμα
2
|
Έως ποιο βαθμό οι αντιλήψεις, οι κρίσεις, οι
αποφάσεις μας στην καθημερινή ζωή είναι "δικές μας" και όχι
αποτέλεσμα επιρροής της μικρής και της μεγάλης κοινωνίας απάνω μας; (Μικρήν
εννοώ τον στενό οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό κύκλο και μεγάλη όλο
τριγύρω μας το ανθρώπινο περιβάλλον μέσα και έξω ακόμη από τον εθνικό και
γεωγραφικό μας χώρο). Το ερώτημα θα σκανδαλίσει ίσως τον αμύητο στα προβλήματα
της κοινωνικής ψυχολογίας αναγνώστη, έχει εντούτοις το λόγο του. Δεν είμαστε
τόσο "ελεύθεροι" να σχηματίζομε τις εντυπώσεις, τις πεποιθήσεις, το
πρόγραμμα των επιδιώξεών μας, όσο νομίζομε. Το κοινωνικό σώμα, η
"ομάδα" μέσα στην οποία έχομε ενταχθεί (από τη γλώσσα που μιλούμε,
από το Θεό που λατρεύομε, από την ανατροφή και την εκπαίδευση που έχομε πάρει,
από το επάγγελμα που ασκούμε κτλ.) καθορίζει σε τέτοιαν έκταση και σε τόσο
βάθος τον τρόπο και τα μέτρα με τα οποία αντιλαμβανόμαστε και σημασιολογούμε τα
πράγματα και τα γεγονότα, ώστε κάθε άλλο παρά "δικές μας", με την
αυστηρή έννοια της λέξης, είναι οι αλήθειες και οι αξίες μας. Φυσικά τούτο δεν
το παραδέχεται ο εγωισμός μας.
·
Βλέπω με τα
δικά μου μάτια, λέμε, και κρίνω με το δικό μου μυαλό.
·
Με δική μου
πρωτοβουλία αποδοκιμάζω αυτήν την ιδεολογία και είμαι υπεύθυνος.
·
Η αλήθεια που
υποστηρίζω είναι ολοφάνερη· δε μου την υπέβαλαν άλλοι.
Μια βαθύτερη όμως διερεύνηση (που
μπορούμε και οι ίδιοι να κάνομε μέσα μας, εάν έχομε το θάρρος να ανατάμομε τον εαυτό μας) θα μας πείσει ότι σε αναρίθμητες περιπτώσεις η πνευματική
μας ανεξαρτησία είναι ένας ωραίος μύθος. Η όραση, η κρίση, η πίστη
"μας" είναι η όραση, η πίστη της κοινωνικής φάλαγγας με την οποία
συμπορευόμαστε. Το φαινόμενο τούτο στη γλώσσα της επιστήμης λέγεται
"κοινωνικός κομφορμισμός" και έχει γίνει αντικείμενο όχι μόνο
θεωρητικών αλλά και πειραματικών ερευνών. Μιαν απ' όλες θα αναφέρω για
παράδειγμα.
Το 1951 ο Αμερικάνος ψυχολόγος J. Ε Asch έκανε,
ανάμεσα σε άλλα, και τούτο το έξυπνο πείραμα. Έδειξε σε έξι πρόσωπα μια γραμμή
ορισμένου μήκους και τους εζήτησε να βρουν την αντίστοιχή της, στο μέγεθος,
ανάμεσα σε τρεις άλλες που είχαν κι αυτές παρουσιαστεί στον πίνακα. Πρωτύτερα
όμως είχε δώσει μυστικά την εντολή σε πέντε από τα έξι αυτά πρόσωπα να
διαλέξουν όχι τη σωστή, αλλά μια ψεύτικη γραμμή. Το πρόσωπο που δεν μετείχε στη
συνωμοσία, θα απαντούσε τελευταίο και είχε τοποθετηθεί έτσι ώστε να ακούσει και
να ιδεί τα άλλα που θα μιλούσαν πρώτα. Το πείραμα έγινε πολλές φορές με πολλά
και διάφορα πρόσωπα και είχε τούτο το παράδοξο αποτέλεσμα: με συχνότητα
εκπληκτική, το αμύητο στη συνωμοσία πρόσωπο δεν εμπιστευόταν στη μαρτυρία των
δικών του ματιών, αλλά συντασσόταν με την ομόφωνη απάντηση, την εσφαλμένη, των
άλλων μελών της ομάδας. Και μια λεπτομέρεια, ακόμη, πολύ χαρακτηριστική. Στα
πειράματα του Asch τα πρόσωπα που έπεφταν στην παγίδα, όταν μάθαιναν το
τέχνασμα, δεν παραδέχονταν ότι είχαν υποχωρήσει στην "πίεση" της
ομάδας, αλλά υποστήριζαν ότι το λάθος ήταν δικό τους· απροσεξία, βιασύνη, κακή
εκτίμηση των περιστατικών κτλ. Ώστε όχι μόνο δεχόμαστε, χωρίς να το
καταλαβαίνομε, την επιρροή των άλλων (όταν ιδίως αυτοί αποτελούν συντεταγμένο
σύνολο, ομάδα κοινωνικού τύπου), αλλά και στην περίπτωση που η αφανής αυτή αλλά
έντονη επιρροή μάς παρασύρει σε εσφαλμένες αντιλήψεις ή κακές εκτιμήσεις, την
πλάνη συνηθίζομε να την προσγράφομε σε μια δική μας αστοχία ή ανεπάρκεια, όχι
στους άλλους που μας παρέσυραν στον εκτροχιασμό. Από φιλοτιμία βέβαια, για να
δείξομε ότι στεκόμαστε στα δικά μας πόδια, αλλά και για έναν άλλο ακόμη λόγο:
για να αντισταθούμε (ηθικά τουλάχιστο) σε μια πανίσχυρη έλξη που ασκεί απάνω
μας το κοινωνικό πλαίσιο. Η άρνηση της παραδοχής είναι εδώ (όπως και σε πολλές
άλλες καταστάσεις της προσωπικής μας ζωής) ένα είδος διαμαρτυρίας- δε θέλομε να
αναγνωρίσομε τη δουλεία μας...
"Κοινωνικού
κομφορμισμού" περιπτώσεις μπορεί ο καθένας μας να αναφέρει πάμπολλες από
την προσωπική του πείρα. Από την εκούσια αλλά και ακούσια υποταγή στο συρμό έως
τις ομαδικές ιδεοληψίες (ακόμη και παραισθήσεις) που παρουσιάζονται σε ώρες
πολεμικής αναταραχής και θρησκευτικής έξαρσης ή πανικού από θεομηνίες και
επιδημίες. Το "πλήθος" τότε γίνεται μια συμπαγής μάζα που αισθάνεται,
σκέπτεται και δρα με τον ίδιο τρόπο· οι ατομικές αποκλίσεις εξαφανίζονται,
διαλύονται μέσα στην κοινή, την απρόσωπη συμπεριφορά. Είναι απίστευτο το πόσο
εύκολα, ακόμα και σε ομαλές περιστάσεις, διαδίδονται οι ομαδικές πλάνες, όπως
λ.χ. η πίστη στη θεραπευτική δύναμη ενός κοινού βοτάνου, ή η υπόθεση ότι αυτή ή
εκείνη η σύμπτωση αποτελεί κακόν οιωνό, ή η βεβαιότητα ότι οι
"μάγισσες" είναι όργανα του Σατανά και πρέπει να καίγονται κτλ.
Άλλωστε, θα έχομε όλοι παρατηρήσει ότι αρκεί μια είδηση, έστω και εξωφρενική,
να δημοσιευτεί σ' ένα έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας ή να μεταδοθεί από το
ραδιόφωνο με έμφαση, για να γίνει πιστευτή. Υποτίθεται ότι για να φτάσει έως
εκεί, την εγγυάται ένας οπωσδήποτε σημαντικός αριθμός μαρτύρων και για τούτο,
με όλο που δεν υπάρχουν θετικές αποδείξεις, ούτε καν σοβαρές ενδείξεις, για την
αλήθεια της, δεν αποφασίζομε να την αμφισβητήσομε: "αφού λέγεται, έτσι θα
είναι". Προσέξτε στη φράση αυτό το απρόσωπο "λέγεται" είναι η
φωνή της ομάδας που ακούγεται και ενεργεί απάνω στον καθένα μας με δύναμη που
δύσκολα μπορούμε να της αντισταθούμε. "Για να το λένε, θα είναι
αλήθεια". Να το λένε ποιοι, όλοι και κανείς συγκεκριμένα.
"Λέγεται" όμως και επαναλαμβάνεται, τούτο και μόνο φτάνει να
ανατρέψει τη δυσπιστία μας. Έτσι σχηματίζεται και κρυσταλλώνεται τόσο σκληρά η
"κοινή γνώμη", ώστε δύσκολα μπορεί το παγιδευμένο άτομο να σπάσει την
κρούστα της και να λευτερωθεί. Οι ομαδικές πλάνες είναι προικισμένες με
εκπληκτική δύναμη αντίστασης στις επιθέσεις της κριτικής σκέψης· και όταν ακόμη
φαίνονται ότι υποχωρούν, κλονισμένες από τη βάσανο της εμπειρίας, ξαναγυρίζουν
πιο επικίνδυνες με τη μορφή της "φημολογίας" που "θα 'χει κάποια
βάση, αφού ακούγεται". Στο τέλος εκείνος που νικάει είναι το ανώνυμο
πλήθος, όχι οι λίγες επώνυμες μονάδες που αποχωρούν από τη φάλαγγα.
Οι
ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι που έχουν μελετήσει το φαινόμενο, καταλήγουν στο
συμπέρασμα ότι ο κομφορμισμός αυτός, τάση ισχυρή και επίμονη, πηγή του έχει την
κοινωνική φύση του ανθρώπου. Ζώο κατ' εξοχήν κοινωνικό (ο Αριστοτέλης το
ονομάζει στη γλώσσα του "πολιτικόν") ο άνθρωπος, όταν έρχεται αντιμέτωπος
με σημαντικές για τη συλλογική ζωή "δοξασίες της μάζας", αισθάνεται
ζωηρότερο ενδιαφέρον για τη συντήρηση των λαϊκών εξηγήσεων που κρατούν συμπαγή
την ομάδα, παρά για τις κριτικές αναλύσεις που μπορούν να τη διαιρέσουν και να
τη διαλύσουν. Συμφέρει την κοινωνία να δίνεται απεριόριστη πίστωση στις
παρατηρήσεις (τεκμήρια, ενδείξεις, μαρτυρίες) που επιβεβαιώνουν τις
"τρέχουσες" ιδέες και αποκλείουν τις αντίθετές τους (Thomas Szasz). Η
εξήγηση είναι χωρίς αμφιβολία πειστική. Άλλωστε, επαληθεύεται στην καθημερινή
ζωή από πλήθος ομόλογων φαινομένων που ανάγονται στον ίδιο κανόνα. Όσο και αν
υπερβάλλουν εκείνοι που μέσα στο ψυχοφυσιολογικό μας σύστημα δίνουν την πρώτη
θέση στο "ένστικτο της αγέλης" (instinct gregaire), θα ήταν παράλογο
να αρνηθούμε ότι και το κορυφαίο ζώο της κλίμακας, τον άνθρωπο, μια
ακαταγώνιστη ορμή το σπρώχνει να συνδέεται με τους ομοίους του και να επιζητεί
την παρουσία τους, όχι μόνο όταν έχει ανάγκη από τη σύμπραξή τους, για να
αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο, αλλ' ακόμα και στις ώρες της σχόλης, τότε που
διψάει για ψυχαγωγία. "Χρειάζεται" τους άλλους, τον αριθμό, το
πλήθος: στο πανηγύρι, στο θέαμα, στον περίπατο - και στο καφενείο ή στο
εστιατόριο. Δε "χαίρεται" τις ανέσεις της ζωής και τις πιο
στοιχειώδεις, παρά συντροφεμένος. Πρέπει να τις μοιραστεί, κατά κάποιο τρόπο,
με άλλους, για να τις απολαύσει. Και για να τους κρατήσει κοντά του αυτούς τους
άλλους, είναι έτοιμος να κάνει πολλές παραχωρήσεις στις κρίσεις και στο γούστο
τους: να μπει στο δικό τους διανοητικό ορίζοντα, να συμμεριστεί τα συναισθήματά
τους, να παραδεχτεί τις προτιμήσεις τους.
Έχομε λοιπόν καταδικαστεί να είμαστε
αιχμάλωτοι της συμβιωτικής ομάδας; Θα παρεξηγούσε τη θέση μας εκείνος που θα
την ερμήνευε με αυτό τον τρόπο. Όχι υποχείριος· υποκείμενος στις ιδέες και στις
τάσεις του κοινωνικού σώματος είναι ο άνθρωπος. Ποιος άνθρωπος όμως; (Η
διευκρίνιση αυτή είναι απαραίτητη, για να προληφθούν πολλές παρανοήσεις). Εκείνος
που οι ανθρωπολόγοι συνηθίζουν να τον ονομάζουν homo sapiens και που κατά την
τρέχουσα φάση της ύπαρξής του έχει γράψει την ιστορία του πολιτισμού με τις
"πνευματικές" (πώς να τις πούμε αλλιώς) κατακτήσεις του. Ό,τι
χαρακτηρίζει αυτόν τον ανθρώπινο τύπο είναι ο δεινός αγώνας να δαμάσει τα
ένστικτά του είτε με την απεγνωσμένη αντίσταση στην πίεσή τους, είτε με το
πονηρό ξεγέλασμά τους. Φυσικά μια τέτοια νίκη δεν είναι καθόλου εύκολη, ούτε
πάντοτε δυνατή· και σχεδόν κατά κανόνα πληρώνεται με αιματηρές θυσίες. Φαίνεται
όμως ότι δεν αποκλείεται από το πρόγραμμα της Δημιουργίας, γιατί και αισθητά
χαλαρότερος είναι των ενστίκτων ο ζυγός στον ψυχοβιολογικά εξελιγμένο άνθρωπο,
και με οπλισμό τελειότερο ("διάνοια") έχει το θαυμάσιο τούτο ζώο
εφοδιαστεί από τη Φύση. Οπωσδήποτε "παλεύονται", καθώς λέμε, τα
ένστικτά μας και αυτό έχει πελώρια σημασία. Όπως τα άλλα, έτσι και το
"ένστικτο της αγέλης" στην περίπτωσή μας. Το οργανωμένο πλήθος, η
κοινωνική ομάδα μάς στηρίζει, μας προστατεύει, αλλά και θολώνει την όραση, μηχανοποιεί
τη συμπεριφορά, δένει τη σκέψη, αποδυναμώνει τη φαντασία μας με τα
πολυκαιρισμένα σχήματα των απρόσωπων εννοιών και αξιών της. Από τη δουλεία αυτή
σώζεται μόνο ο επώνυμος άνθρωπος που θα ορθώσει την κεφαλή του πάνω από τον
ορίζοντα της μάζας και θα τολμήσει ν' αντικρίσει με τις δικές του διανοητικές
δυνάμεις τα πράγματα, με τη δική του βούληση τις περιπλοκές της ζωής, με τη
δική του ευαισθησία το θέαμα του κόσμου. Για έναν τέτοιον άθλο όμως χρειάζονται
δύο σπάνιες ικανότητες: ανδρεία και εντιμότητα, ηθική ανδρεία και πνευματική
εντιμότητα, που δυστυχώς για το γένος μας είναι των λίγων, των πολύ λίγων ο
κλήρος. Μόνο έτσι σπάζει ο άνθρωπος τα δεσμά της πλάνης και κατακτά την
ελευθερία της αλήθειας. Ας θυμηθούμε εδώ τα βαθυστόχαστα λόγια του Nietzsche:
"Πόσην άληθεια σηκώνει, πόσην αλήθεια αποτολμάει ένα πνεύμα; Αυτό έγινε
για μένα, ολοένα και πιο πολύ, το αληθινό μέτρο των αξιών. Η πλάνη δεν είναι
τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία. Στη γνώση, κάθε κατάκτηση, κάθε βήμα εμπρός
προέρχεται από το θάρρος, από τη σκληρότητα απέναντι στον εαυτό μας, από την
εντιμότητα απέναντι στον εαυτό μας".
Ε. Π.
Παπανούτσος, "Το δίκαιο της πυγμής
Σχολιασμός
|
Στην
αρχή του κειμένου ο Ε. Π. Παπανούτσος διατυπώνει με μορφή ερώτησης το θέμα που
τον απασχολεί και είναι ο βαθμός στον οποίο η μικρότερη ή ευρύτερη κοινωνική
ομάδα που μας περιβάλλει επηρεάζει τις αντιλήψεις και στάσεις, γενικά την
κοσμοθεωρία και συμπεριφορά μας. Στην ίδια παράγραφο εκθέτει και τη θέση του
επί του θέματος υποστηρίζοντας ότι δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι όσο νομίζουμε στη
διαμόρφωση των κρίσεών μας και ότι αυτές είναι αποτέλεσμα της επιρροής που μας
έχει ασκήσει το κοινωνικό περιβάλλον γύρω μας.
Στη
δεύτερη παράγραφο ο πομπός συγκεκριμενοποιεί τη θέση του λέγοντας πως είναι
μύθος η πνευματική ανεξαρτησία που νομίζουν οι άνθρωποι ότι έχουν και αποδίδει με
τη φράση "κοινωνικός κομφορμισμός" την επιστημονική ορολογία της
επιρροής που η κοινωνική ομάδα ασκεί στο άτομο. Χαρακτηριστικά μάλιστα στην
επόμενη παράγραφο παραθέτει ένα πείραμα ως τεκμήριο τόσο της επιρροής που μάς
ασκεί η κοινωνική ομάδα όσο και του γεγονότος ότι δύσκολα οι άνθρωποι
αποδέχονται το μέγεθος αυτής της επιρροής. Πρόκειται για το πείραμα του
Αμερικανού ψυχολόγου J. Ε Asch. Ο πομπός
στο τέλος της παραγράφου παραθέτει ως επιμέρους επιχειρήματα της τάσης των
ανθρώπων να προσγράφουν την πλάνη τους σε αστοχία ή ανεπάρκεια τη φιλοτιμία και
την επιθυμία αντίστασης στην πανίσχυρη
έλξη που ασκεί το κοινωνικό πλαίσιο.
Συνεχίζοντας ο πομπός την τεκμηρίωση
της θέσης του ότι η ομάδα, μικρότερη ή ευρύτερη, ασκεί μεγάλη επιρροή σους
ανθρώπους παραθέτει παραδείγματα "Κοινωνικού κομφορμισμού": Από την
εκούσια αλλά και ακούσια υποταγή στο συρμό έως τις ομαδικές ιδεοληψίες, τις
ομαδικές πλάνες που διαδίδονται ακόμα και σε ομαλές περιστάσεις, όπως λ.χ. η
πίστη στη θεραπευτική δύναμη ενός κοινού βοτάνου, ή η υπόθεση ότι αυτή ή εκείνη
η σύμπτωση αποτελεί κακόν οιωνό, ή η βεβαιότητα ότι οι "μάγισσες"
είναι όργανα του Σατανά και πρέπει να καίγονται κτλ. Επίσης, αναφέρει
παραδειγματικά τη δύναμη που έχει στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης μια είδηση
που θα μεταδοθεί με τρόπο που να εκφράζει την κοινή αντίληψη.
Στην επόμενη παράγραφο ο πομπός
παραθέτει τη βασικότερη κατά τη γνώμη του αιτία (επιχείρημα) για την ύπαρξη του
φαινομένου του "κοινωνικού κομφορμισμού", την κοινωνική φύση του
ανθρώπου και την επιθυμία του να κρατήσει συμπαγή την ομάδα γύρω του για λόγους
κυρίως ασφάλειας. Για την τεκμηρίωση του επιχειρήματος παραθέτει την επίκληση
στην αυθεντία του Αριστοτέλη και του Thomas Szasz, καθώς
και το παράδειγμα - αλήθεια ότι στον ελεύθερο χρόνο τους όλοι επιλέγουν για
ψυχαχωγία ένα μέρος στο οποίο υπάρχει πλήθος άλλων ανθρώπων.
("Χρειάζεται" τους άλλους, τον αριθμό, το πλήθος: στο πανηγύρι, στο
θέαμα, στον περίπατο - και στο καφενείο ή στο εστιατόριο.)
Τέλος, επίκληση στη λογική του δέκτη με
επιχειρήματα και τεκμήρια από την πλευρά του πομπού παρατηρούμε και στην
τελευταία παράγραφο του κειμένου. Ειδικότερα, υποστηρίζει τη θέση ότι ο
σκεπτόμενος άνθρωπος (για αυτόν επικαλείται την άποψη των ανθρωπολόγων ως
τεκμήριο) δεν είναι υποχείριος, αλλά υποκείμενος στις ιδέες και στάσεις της
κοινωνίας. Επίσης, επιχειρήματα εντοπίζει κανείς στο χωρίο "Το οργανωμένο
πλήθος, η κοινωνική ομάδα μάς στηρίζει, μας προστατεύει, αλλά και θολώνει την
όραση, μηχανοποιεί τη συμπεριφορά, δένει τη σκέψη, αποδυναμώνει τη φαντασία μας
με τα πολυκαιρισμένα σχήματα των απρόσωπων εννοιών και αξιών της." Τέλος,
λογική θέση είναι ότι από τη "δουλεία" του πλήθους σώζεται μόνο ο
πνευματικός άνθρωπος, ο οποίος διαθέτει πνευματική εντιμότητα και ηθική
ανδρεία. Ως τεκμήριο της θέσης αυτής και παράλληλα ως τρόπο για να ολοκληρώσει
το κείμενό του με πρωτοτυπία και ματαναγνωστικό αναστοχασμό του δέκτη ο πομπός
παραθέτει την άποψη του Nietzsche (επίκληση στην αυθεντία)
Παράδειγμα
3
|
Το θέμα που συζητείται ζωηρά
αυτές τις μέρες στους λογοτεχνικούς κύκλους και από τις στήλες των εφημερίδων
είναι η στάση των «πνευματικών» ανθρώπων απέναντι στη βαθιά κρίση που περνά,
εδώ και τρεις μήνες, ο τόπος μας. Πρέπει ή δεν πρέπει οι άνθρωποι της
έρευνας και των γραμμάτων να παίρνουν ενεργό μέρος στους πολιτικούς αγώνες και
να διαφωτίζουν την κοινή γνώμη
της πατρίδας τους, με το λόγο και την πράξη, όταν η ζωή της Πολιτείας με τις
περιπλοκές της φτάνει σε αδιέξοδο και ο λαός χρειάζεται τη βοήθεια των ηγετών
του για να βρει τη σωστή λύση; Μήπως η αυστηρή προσήλωση στο υψηλό νόημα
της πνευματικής λειτουργίας επιβάλλει στους ανθρώπους που διακονούν την
επιστήμη και την τέχνη να μένουν μακριά από το σάλο του πολιτικού στίβου και
έτσι να διαφυλάττουν άσπιλη την απαραίτητη για την καθαρότητα του δημιουργικού
έργου γαλήνη και ελευθερία τους; Συμβιβάζεται η δέσμευση του επιστήμονα και του
καλλιτέχνη στα δόγματα μιας πολιτικής ιδεολογίας με το ήθος του πνευματικού
λειτουργήματος;
Από
το άλλο μέρος πάλι, πώς είναι όχι μόνο θεμιτό αλλά και απλώς δυνατό να ζει
ο πιστός της επιστήμης και της τέχνης σε πλήρη απομόνωση από τους συνανθρώπους,
προς τους οποίους απευθύνεται με το έργο του και να μη μετέχει στις περιπέτειες
του συλλογικού βίου; Όταν το κοινωνικό σκάφος κλυδωνίζεται και η Πολιτεία
κινδυνεύει να καταποντιστεί από την απερισκεψία
και την αδεξιότητα ή από την εμπάθεια και την κακουργία των πολιτικών ανδρών
της, δε διατρέχει και αυτός, όπως όλοι οι συνταξιδιώτες, τον έσχατο κίνδυνο;
Είναι επιτρεπτό ή απλώς ανεκτό να κάθεται με σταυρωμένα χέρια, όταν μαίνεται
γύρω του η θύελλα; Πώς μπορεί ηθικά να θεμελιωθεί
το δικαίωμά του να ενοχλεί τους άλλους με τις ανάγκες του, να μένει
όμως ανενόχλητος από τις δικές του ανάγκες; Ιδού οι δύο όψεις του
προβλήματος.
Πριν
κόψουμε την κλωστή με την απάντησή μας, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να
αναθεωρήσουμε την έννοια του «πνευματικού» ανθρώπου και να αποφασίσουμε να
μεταχειριζόμαστε αυτό τον όρο με άκρα περίσκεψη και πολλούς περιορισμούς. […]
Σήμερα όποιος μεταχειρίζεται πολύ χαρτί για να γράψει στίχους, διηγήματα,
δοκίμια, διατριβές και άρθρα κάθε λογής υποτίθεται ότι καλλιεργεί το «πνεύμα»
και ανήκει στον κύκλο των «πνευματικών» ανθρώπων. Μπορούμε, ασφαλώς, να μιλάμε
για την υψηλή «πνευματικότητα», όπως και για το ανώτερο «ήθος» ενός λογίου ή
καλλιτέχνη, όταν ξεπερνά τα κοινά μέτρα και κατά τις «θεωρήσεις» ή τις
«αξιολογήσεις» του κινείται σε ανοιχτούς ορίζοντες, σε υψηλά επίπεδα.
Φρονιμότερο όμως είναι να ονομάζουμε με ταπεινοσύνη και τον εαυτό μας και τους
άλλους απλώς ανθρώπους της επιστήμης, των γραμμάτων και της τέχνης, χωρίς το
επίπεδο «πνευματικός» και άλλα ηχηρά παρόμοια…
Ύστερα από αυτή την παρέκβαση
ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας. Υποστηρίζω ανεπιφύλακτα ότι τα
συνθήματα «Η επιστήμη για την επιστήμη», «Η τέχνη για την τέχνη» και άλλα είχαν
κάποιο βαθύτερο λόγο να διατυπωθούν με τόση αδιαλλαξία (όταν και όποτε
εξαγγέλθηκαν), γιατί έπρεπε να μη νομιμοποιηθεί η δουλεία της επιστημονικής και
καλλιτεχνικής εργασίας σε αλλότριες και ύποπτες «σκοπιμότητες» και «βλέψεις».
Μόνο όμως άνθρωποι ιδιόρρυθμοι και εκκεντρικοί τα ερμήνευσαν κατά λέξη και τα
έκαναν προσχήματα για να δικαιολογήσουν τη φιλαυτία και τη δειλία τους. Η άκρα
προς την αλήθεια ευλάβεια είναι αρετή του ερευνητή, ο «επιστημονισμός» όμως
αποτελεί εκτροπή. Παρόμοια, η καλαισθησία χαρακτηρίζει το γνήσιο καλλιτέχνη, ο
«αισθητισμός» όμως (ως η απόλυτη θρησκεία του κάλλους) οδηγεί στη διαστροφή και
στη νοσηρότητα. Δεν είναι η επιστήμη σκοπός και δικαίωση της επιστήμης ούτε η
τέχνη σκοπός και δικαίωση της τέχνης. Και της μιας και της άλλης, όπως και κάθε
σημαντικής δραστηριότητας, ατομικής και συλλογικής, σκοπός και δικαίωση είναι ο
άνθρωπος, το αποτελείωμα, η ευτυχία, ο εξευγενισμός του. Αυτόν εκφράζει και για
αυτόν εργάζεται ο επιστήμονας. Αυτόν συγκινεί και για αυτόν δημιουργεί ο
καλλιτέχνης. […]
Κοντά
σε αυτή τη θέση υποστηρίζω, εξίσου ανεπιφύλακτα, και μια άλλη. Ο υγιής και
ολόκληρος άνθρωπος (όχι φυσιολογικά, αλλά ηθικά υγιής και ολόκληρος) δεν είναι
α-πολίτικο ον, με το νόημα ότι μπορεί να μένει αδιάφορος και ασυγκίνητος μέσα
στις ταλαντώσεις και στις περιπέτειες της πολιτικά οργανωμένης εθνικοκοινωνικής
ομάδας, μέσα στην οποία ζει, μοχθεί και «λογαριάζεται». Φύσει «πολιτικόν ζώον»,
όπως σωστά τον χαρακτήρισε ο Αριστοτέλης, δεν είναι απλά «αγκυροβολημένος»,
αλλά οργανικά δεμένος στην πολιτεία που τον κλείνει μέσα στους κόλπους της,
θέλοντας και μη μετέχει στο πεπρωμένο της. Του ατομικού είναι ο συλλογικός βίος
επέκταση και ολοκλήρωμα. Ακέραιος δεν μπορείς να είσαι, όταν έχεις αποκοπεί από
το κοινωνικό σώμα και συσπειρώνεσαι στον εαυτό σου. Ακόμα και αν το
επιστημονικό ή το καλλιτεχνικό έργο σου είναι δυνατό να ευδοκιμήσει σε μια
τέτοια απομόνωση (πράγμα αμφίβολο), ο ίδιος χάνεις τη ζωντάνια, τη γνησιότητα,
την αρτιότητά σου και
γίνεσαι ένα λειψό και ισχνό κλάσμα ανθρώπου.
Από τούτες τις δύο προκείμενες
θα συναγάγω το συμπέρασμα του συλλογισμού μου, που ήδη το μαντεύει ο
αναγνώστης και δε θα χρειαστεί να μακρηγορήσω για να το αντιληφθεί. Κανένα
δικαίωμα δεν έχει ο επιστήμονας ή ο καλλιτέχνης να συνθλίψει μέσα του τον
άνθρωπο και να τον ακρωτηριάσει νεκρώνοντας την ορμή προς το δημόσιο βίο και μη
ενδιαφερόμενος για τίποτα άλλο παρά για το «τεχνίο» του (σαρκασμός του
Πλάτωνα). Και την υποχρέωση και την ανάγκη έχει να παίρνει μέρος στη ζωή της
πολιτείας και να παραστέκεται στους συμπολίτες του με τη συμβουλή και το
παράδειγμά του. Δε του ζητεί κανείς (ούτε του επιτρέπεται) να εκδηλώνεται με
φανατισμούς, βιαιότητες και ακοσμίες. Άλλη είναι η θέση του στον κοινό αγώνα
και άλλος ο ρόλος που έχει να παίξει. Να σταθεί ψηλά και να μην παρασυρθεί από
ταπεινά πάθη. […] Πρέπει να αναλογίζεται πάντα δύο αδαμάντινες αλήθειες: Πρώτα
ότι όποιος έχει πολιτογραφηθεί στων «ιδεών την πόλη» (κατά την ωραία εικόνα του
Καβάφη) έχει βαριές ευθύνες προς τους συνανθρώπους του. Και έπειτα ότι ο
άνθρωπος υπέχει ευθύνη όχι μόνο για όσα πράττει, αλλά και για όσα παραλείπει να
πράξει».
(Ελαφρά διασκευασμένο
δοκίμιο του Ε.Π.Παπανούτσου, 14-10-1965)
Σχολιασμός
|
Ενδιαφέρον
έχει να παρακολουθήσουμε τη λογική οργάνωση και πορεία απόδειξης που ακολουθεί
στο κείμενό του ο Ε.Π.Παπανούτσος. Το θέμα του κειμένου είναι αν πρέπει οι
πνευματικοί άνθρωποι να ασχολούνται με ζητήματα που αφορούν την πολιτική ζωή
μιας χώρας. Απέναντι στο θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί δύο αντικρουόμενες απόψεις,
τα επιχειρήματα των οποίων παραθέτει ο πομπός. Στην πρώτη παράγραφο με τη μορφή
ερωτήσεων παραθέτει τα λογικά επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν τη θέση ότι οι
διανοούμενοι δεν πρέπει να αναμιγνόνται με πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Παράλληλα, στη δεύτερη παράγραφο παραθέτει πάλι με τη μορφή ερωτημάτων τα
επιχειρήματα όσων διατυπώνουν τη θέση ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δε γίνεται να
μένουν απαθείς στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα του καιρού και του τόπου
τους.
Πριν
ο πομπός πάρει θέση σε αυτό το ζήτημα - δίλημμα επιχειρεί μια παρέκβαση, για να
διασαφηνίσει την έννοια του πνευματικού ανθρώπου. (Πριν κόψουμε την κλωστή με
την απάντησή μας, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε την έννοια του
«πνευματικού» ανθρώπου και να αποφασίσουμε να μεταχειριζόμαστε αυτό τον όρο με
άκρα περίσκεψη και πολλούς περιορισμούς.) Ενδιαφέρον, ανάμεσα στα άλλα, έχει να
επισημάνουμε τις φράσεις που δηλώνουν τη συλλογιστική του πορεία και ιδιαίτερα
ότι πρόκειται για ένα κατεξοχήν λογικά οργανωμένο κείμενο: "Πριν κόψουμε
την κλωστή με την απάντησή μας", "Ύστερα από αυτή την παρέκβαση ας
ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας".
Ανάλογες
φράσεις χρησιμοποιεί ο πομπός και στη συνέχεια του κειμένου του με τρόπο που να
διατυπώνεται ξεκάθαρα η θέση του απέναντι στο θέμα και οι επιμέρους θέσεις -
επιχειρήματα που τη στηρίζουν λογικά. Ειδικότερα, διακρίνουμε με ευκολία έναν
συλλογισμό της λογικής με την εξής δομή:
Προκείμενη
1:
Τα συνθήματα «Η επιστήμη για την επιστήμη», «Η τέχνη για την τέχνη» και άλλα
είχαν σκοπό (όταν και όποτε εξαγγέλθηκαν) να μη νομιμοποιηθεί η δουλεία της
επιστημονικής και καλλιτεχνικής εργασίας σε αλλότριες και ύποπτες
«σκοπιμότητες» και «βλέψεις». Ωστόσο, δεν είναι η επιστήμη σκοπός και δικαίωση
της επιστήμης ούτε η τέχνη σκοπός και δικαίωση της τέχνης, καθώς και της μιας και της άλλης, όπως και κάθε
σημαντικής δραστηριότητας, ατομικής και συλλογικής, σκοπός και δικαίωση είναι ο
άνθρωπος.
Προκείμενη
2:
Ο υγιής και ολόκληρος άνθρωπος (όχι φυσιολογικά, αλλά ηθικά υγιής και
ολόκληρος) δεν είναι α-πολίτικο ον, με το νόημα ότι μπορεί να μένει αδιάφορος
και ασυγκίνητος μέσα στις ταλαντώσεις και στις περιπέτειες της πολιτικά
οργανωμένης εθνικοκοινωνικής ομάδας, μέσα στην οποία ζει, μοχθεί και
«λογαριάζεται». Ακέραιος δεν μπορείς να είσαι, όταν έχεις αποκοπεί από το
κοινωνικό σώμα και συσπειρώνεσαι στον εαυτό σου.
Συμπέρασμα:
Και την υποχρέωση και την ανάγκη έχει να παίρνει μέρος στη ζωή της πολιτείας
και να παραστέκεται στους συμπολίτες του με τη συμβουλή και το παράδειγμά του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου