Ο λόγος της πειθούς
Οι λόγοι των πολιτικών και εκείνοι των στρατιωτικών
ηγετών, οι δικανικοί λόγοι -σήμερα θα λέγαμε οι αγορεύσεις των συνηγόρων και
άλλων παραγόντων μιας δίκης-, το εκκλησιαστικό κήρυγμα και γενικά ο λόγος του
προσηλυτισμού και της ιδεολογικής χειραγώγησης, οι διαφημίσεις και ορισμένα
είδη δοκιμίου είναι οι πιο χαρακτηριστικές μορφές κειμένων/ λόγων πειθούς.
Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες, λιγότερο τυπικές μορφές πειθούς, όπως οι τεχνικές
πωλήσεων, η άτυπη διδαχή ηθικών και κοινωνικών κανόνων από τους γονείς προς τα
παιδιά ή από τους δασκάλους προς τους μαθητές κ.ά. Το συνδετικό νήμα όλων αυτών
των κειμένων είναι η εστίαση του λόγου στο πρόσωπο του αποδέκτη. Δεχόμαστε
ότι στόχος της πειθούς είναι ο επηρεασμός του δέκτη, δηλαδή η ταύτιση
πομπού-δέκτη.
Η πειθώ υλοποιείται μέσα από μια τριπλή αλλαγή που
μπορεί να προκαλέσει ο λόγος του ομιλητή/ συγγραφέα στη συνείδηση του αποδέκτη
του: α) αλλαγή διανοητική, αφού οδηγείται στο να δεχθεί την αλήθεια μιας
θέσης που ως τότε δεν δέχονταν ή, έστω, να επιβεβαιώσει την αλήθεια μιας άλλης
με την οποία δεν διαφωνεί, β) αλλαγή συναισθηματική, αφού η υιοθέτηση μιας
θέσης συνοδεύεται κανονικά (ή και προετοιμάζεται) από τον αιχμαλωτισμό της ευμένειας
του αποδέκτη, ευμένειας που στην προφορική πειθώ κερδίζεται με την κίνηση του
σώματος, τη γοητεία του βλέμματος και τα παραγλωσσικά χαρακτηριστικά της
εκφοράς του λόγου, και γ) αλλαγή συμπεριφοράς, αφού η πειθώ, όταν
επιτυγχάνει το στόχο της, παρακινεί τον αποδέκτη σε συγκεκριμένη δράση (αλλαγή
πολιτικού προσανατολισμού, υιοθέτηση νέων θρησκευτικών αντιλήψεων, διαμόρφωση
αγοραστικής συμπεριφοράς κ.ά.).
Ρητορικοί τρόποι
|
Μιλάμε για ρητορικούς (ή ποιητικούς)
τρόπους, για να τους
διακρίνουμε από τους γραμματικούς,
που αφορούν τροπές στη μορφή των λέξεων. Στην περίπτωση χρήσης ενός ρητορικού τρόπου (< αρχ. ελλ. ρ. τρέπω: στρέφω, γυρίζω, μεταβάλλω),
στη θέση μιας λέξης που θα χρησιμοποιούνταν με την κυριολεκτική της σημασία,
εμφανίζεται μια άλλη (αλλάζουν, τροποποιούνται,
(μετα)τρέπονται οι λέξεις· Ο ρητορικός τρόπος είναι από αυτή την άποψη μια μορφή ακυριολεξίας (improprietas). Άλλωστε
και η σημασία της λέξης που λειτουργεί ως υποκατάστατο υφίσταται, προκειμένου
να ενταχθεί στα νέα συμφραζόμενά της, μια μικρή και ελαφριά τροποποίηση, που όμως θα πρέπει να
είναι κατανοητή και πειστική. Στόχος των ρητορικών
τρόπων είναι γενικά ο στολισμός του λόγου, που προκαλεί το ενδιαφέρον
του ακροατή και τον συγκινεί.
Εκτός από την τροπική χρήση μιας λέξης μπορεί να
έχουμε και χρήση ενός συνόλου λέξεων που συνθέτουν κατά βάσιν όλες μαζί μια
εικόνα και έχουν -ως σύνολο- τροπική
σημασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κυριολεκτική σημασία των λέξεων συνιστά
το πρώτο (παιγνιώδες) σημασιολογικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η πρώτη σημασία δεν
θα πρέπει να εκληφθεί ως γνήσια και αληθής, αφού στην εικόνα που οι λέξεις
σημαίνουν συνολικά θα πρέπει τελικά να δώσει κάποιος διαφορετική από την
κυριολεκτική, με άλλα λόγια, συμβολική σημασία. Αυτό το δεύτερο σημασιολογικό
επίπεδο συνιστά τη γνήσια σημασία της εικόνας, το σοβαρό μήνυμά της. Θα
χαρακτηρίζαμε τους συγκεκριμένους τρόπους
ως τρόπους διανοίας (κατά τα σχήματα διανοίας): εδώ η δύναμη και η
αποτελεσματικότητα του τρόπου
έγκειται στη διάνοια που
διατρέχει και καθορίζει τη συνολική εικόνα. Ως τέτοιοι τρόποι διανοίας μπορούν να λειτουργήσουν η αλληγορία και κατά περίπτωση η ειρωνεία, η έμφαση, η συνεκδοχή,
η υπερβολή.
Η χρήση του τρόπου επιβάλλεται, όταν δεν υπάρχει άλλη «κατάλληλη» λέξη, για
να δηλώσει το πρόσωπο, το πράγμα ή την έννοια για την οποία γίνεται λόγος, και
δικαιολογείται, όταν επιδιώκεται ο ρητορικός καλλωπισμός. Αυτή η αντικατάσταση
εκτιμάται και αξιολογείται με βάση το κριτήριο του πρέποντος, της σαφήνειας,
όπως και τα κριτήρια της γλωσσικής καθαρότητας
και ορθότητας. Άλλωστε η εν
ευρεία εννοία «μεταφορική» χρήση των λέξεων (η χρήση των λέξεων με τροπική σημασία) δεν είναι τυχαία,
αλλά κινείται μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Κατονομάζεται, για παράδειγμα, το γένος αντί του είδους ή αντίθετα το είδος αντί του γένους (πρόκειται εδώ συγκεκριμένα
για τον ρητορικό τρόπο της συνεκδοχής):
«Ο Οδυσσέας έκανε χιλιάδες άθλους» - ο όρος «χιλιάδες» χρησιμοποιείται εδώ καθ' ὑπερβολήν και συνεκδοχικά, ως
είδος του «πολύς», αντί λοιπόν της φράσης «έκανε πολλούς άθλους», ακριβώς για
να προβάλει με επίταση το πλήθος των άθλων του ήρωα.
Μολονότι ο Αριστοτέλης δεν κάνει
λόγο για τρόπουςούτε
χρησιμοποιεί έναν συγκεκριμένο όρο γι' αυτούς, όσα αναφέρει για τη μεταφορά(Ποιητικὴ 21.1457b6-9) -ότι πρόκειται για τη μετακίνηση μιας
λέξης από το κανονικό της σημασιολογικό περιβάλλον σε ένα άλλο και τη χρήση της
για πράγματα διαφορετικά από αυτά που η ίδια αυτή λέξη δηλώνει κατά κυριολεξία,
χρήση που θα πρέπει να διακρίνεται από προσοχή και σαφήνεια- βρίσκουν γενικά
εφαρμογή σε κάθε κατηγορία τρόπου.
Έτσι η λέξη μπορεί να σημαίνει κατά κυριολεξία το είδος αλλά με την τροπική της σημασία να δηλώνει το
γένος (όπως στο προηγούμενο παράδειγμα: «έκανε χίλια καλά» αντί του «έκανε πάρα πολλά καλά») ή, αντίστροφα, να
σημαίνει με την αρχική της σημασία το γένος αλλά η τροπική της να αναφέρεται στο είδος («το πλοίο στάθηκε στην είσοδο του λιμανιού»
αντί «το πλοίο αγκυροβόλησε …»), ή να σημαίνει τόσο με τη βασική όσο και με την
τροπική της σημασία το είδος
(«τα στάχυα λικνίζονταν στην
πνοή του ανέμου») ή, τέλος, να χρησιμοποιείται «κατά το ανάλογον». Σε αυτή την
τελευταία περίπτωση, αν η σχέση του α προς το β είναι ανάλογη της σχέσης του γ
προς το δ, τότε μπορεί το γ να αντικαταστήσει το α ή το αντίστροφο: «τα τείχη
υψώνονταν φρουροί γύρω από την πόλη» (όπως στέκονται οι φρουροί γύρω από
εκείνον που φυλάσσουν).
Οι βασικοί
ρητορικοί τρόποι είναι οι εξής:
α. Μεταφορά
β. Μετωνυμία
γ. Συνεκδοχή
δ. Αντονομασία
ε. Περίφραση
στ. Λιτότητα
ζ. Ευφημισμός
η. Έμφαση
θ. Υπερβολή
ι. Ειρωνεία
α. Μεταφορά
Πρόκειται για έναν από τους
συνηθέστερους και βασικότερους ρητορικούς τρόπους. Είναι μια εξαιρετικά
σύντομη και συνοπτική ως προς τη διατύπωσή της σύγκριση-παραβολή, που έχει ως
στόχο να προσδώσει σαφήνεια και κόσμον (στολισμό) στον λόγο, ενώ
αποκαλύπτει ανάλογα με την ποιότητα, την ευστοχία και την πρωτοτυπία της την
ευστροφία του ομιλητή.
Στην περίπτωση της ανεπτυγμένης (με
τη χρήση των κατάλληλων παραβολικών φράσεων) σύγκρισης, της παρομοίωσης,
το πρόσωπο ή το πράγμα που πρέπει να παρουσιαστεί με ενάργεια και σαφήνεια
παραβάλλεται με ένα άλλο συγκρίσιμο προς αυτό, ενώ στην περίπτωση της
μεταφοράς, το όνομα του προσώπου ή του πράγματος που πρέπει να δηλωθεί με
ακρίβεια (και γι' αυτό συγκρίνεται) αντικαθίσταται από το όνομα αυτού με το
οποίο γίνεται η σύγκριση.
Η συσσώρευση μεταφορών (λέξεων με
μεταφορική σημασία) για τη σύνθεση μιας ενιαίας και συμβολικής εικόνας ενός
προσώπου ή ενός πράγματος, μιας έννοιας ή μιας κατάστασης αποτελεί αλληγορία. Στην προκειμένη
περίπτωση ο τρόπος δεν έγκειται στη χρήση μιας μόνο λέξης αλλά ενός συνόλου
λέξεων (τρόπος διανοίας).
Όταν ο χώρος προέλευσης της
μεταφοράς είναι ό,τι κάνει/παθαίνει/βιώνει ο άνθρωπος, αλλά το πλαίσιο χρήσης
της δεν εμπίπτει στη συγκεκριμένη περιοχή, κάνουμε λόγο για προσωποποιία
(ή προσωποποίηση). Συνήθως σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται (συνήθως
να μιλά ή να δρα) με ανθρώπινα χαρακτηριστικά μια αφηρημένη έννοια. Και σε
αυτήν την περίπτωση, όταν έχουμε εκτεταμένη χρήση μεταφορών, μπορούμε να
μιλήσουμε για τρόπο διανοίας.
β. Μετωνυμία
Στην περίπτωση της μετωνυμίας
μια έννοια αντικαθιστά μια άλλη συγγενή της ως προς τη σημασία. Εδώ δεν τίθεται
θέμα σύγκρισης μεταξύ εννοιών, όπως στη μεταφορά, ακριβώς γιατί η νοηματική
συγγένεια είναι προφανής. Ο σκοπός αυτής της αντικατάστασης είναι η ποικιλία
στο λεξιλόγιο ή η πρόκληση συνειρμών.
Η αντικατάσταση μιας έννοιας από
άλλη συγγενή της ακολουθεί κατά βάσιν τους εξής τύπους:
Αναφέρεται:
- το πρόσωπο αντί του πράγματος ή, αντίστροφα, το πράγμα
αντί του προσώπου
- ο τόπος ή ο χρόνος αντί για το πρόσωπο ή το πράγμα που
εδρεύει/εμπεριέχεται σε αυτόν ή εμπίπτει στη διάρκειά του, π.χ. «αποφάσισε
η Βουλή», «ευτυχισμένα χρόνια», «ήπιε μονορούφι το ποτήρι»
- το επίθετο που αποδίδει μια ιδιότητα δίπλα στο
ουσιαστικό που δηλώνει την αιτία που προκαλεί τη συγκεκριμένη ιδιότητα
(π.χ. λευκά γηρατειά, χλωμός θάνατος)
- το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου.
- το υλικό αντί του πράγματος,
- το σύμβολο μιας ενέργειας
γ. Συνεκδοχή
Σκοπός του συγκεκριμένου τρόπου
είναι η ποικιλία στην έκφραση και η διέγερση της φαντασίας του ακροατή, η
πρόκληση συνειρμών που διευκρινίζουν τη γενική και σύντομη διατύπωση.
Δύο είναι οι βασικοί τύποι της
συνεκδοχής: η χρήση του μέρους αντί του όλου και, το αντίστροφο, η χρήση του γένους αντί
του είδους. Η συνεκδοχή θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί ως μια μορφή μετωνυμίας
(αναφέρεται το γενικό ή αφηρημένο αντί του ειδικού ή συγκεκριμένου και
αντίστροφα).
Έτσι η φράση καὶ κατὰ γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν(και στην ξηρά και στη θάλασσα) (Ισοκράτης, Περὶ εἰρήνης
68) αποτελεί παράδειγμα συνεκδοχής (το γένος αντί του είδους): έχουμε γενική
και συνοπτική αναφορά στην ξηρά και στη θάλασσα αντί για την ειδική αναφορά στα
συγκεκριμένα μέρη της ηπειρωτικής και της θαλάσσιας χώρας όπου, εν προκειμένω,
διαδραματίστηκαν οι συγκρούσεις.
δ. Αντονομασία
Το σύνηθες όνομα ενός προσώπου
αντικαθίσταται από λέξη που θα μπορούσε να λειτουργεί σε θέση παράθεσης σε αυτό
το ίδιο το όνομα. Έτσι η αντονομασία μπορεί να θεωρηθεί είδος συνεκδοχής,
αφού το γένος αντικαθιστά το άτομο
ε. Περίφραση
Ο συγκεκριμένος τρόπος
προβλέπει την αντικατάσταση μιας λέξης από περισσότερες από μια. Ιδιαίτερα
προκαλεί το ενδιαφέρον η περιφραστική απόδοση μιας έννοιας, όταν αυτή γίνεται
με λέξεις που δεν σχετίζονται (απαραιτήτως) ετυμολογικά με τον όρο που
αντικαθίσταται:.
στ. Λιτότητα
Μία αρνητική περιφραστική διατύπωση
αποδίδει την αντίστοιχη θετική έννοια και μάλιστα με επίταση. Η λιτότητα
έχει στοιχεία παιγνίου και παρουσιάζει κάποια συγγένεια με την ειρωνεία - θα
πρέπει να εννοήσει κανείς την αντίθετη ακριβώς έννοια από αυτή που αρνείται ο
ομιλητής και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Πρόκειται για μια κατά βάση
μετριοπαθή αρνητική διατύπωση που όμως μεταφέρει κεκαλυμμένα ένα ισχυρό θετικό
σημαινόμενο.
ζ. Ευφημισμός
Ένας όρος αντικαθίσταται από κάποιον
άλλο, ώστε να μετριαστεί η αρνητική σημασία του. Μπορεί μάλιστα η σημασία των
δύο όρων να απέχει τόσο, ώστε οι όροι να είναι μεταξύ τους αντώνυμοι.
η. Έμφαση
Ο συγκεκριμένος ρητορικός τρόπος
προβλέπει τη χρήση μιας λέξης με όσο γίνεται πιο διευρυμένη τη βασική σημασία
της. Σε αυτήν την περίπτωση ο ρητορικός στόχος είναι η στροφή της προσοχής του
κοινού, η διέγερση των συνειρμών και ο προβληματισμός του, όπως και η πρόκληση
πάθους. Η αποτελεσματικότητα της έμφασης ενισχύεται συνήθως από τον
τρόπο της εκφώνησης, της προφοράς του όρου (pronuntiatio), και ακόμη από την
υποστήριξη της εκφώνησης με τις κατάλληλες κινήσεις του σώματος.
θ. Υπερβολή
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας όρος
χρησιμοποιείται με υπερβολική σημασία, ώστε να προκαλέσει το πάθος και τη
συγκίνηση. Όταν η υπερβολή λειτουργεί ως τρόπος διανοίας,
εκτείνεται δηλαδή σε περισσότερες λέξεις, μπορεί να προσδίδει ενάργεια και
σαφήνεια στην περιγραφή.
ι. Ειρωνεία
Η ειρωνεία χρησιμοποιείται και ως απλός ρητορικός τρόπος
και ως τρόπος διανοίας. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται μόνο μια
λέξη που θα πρέπει να εννοηθεί με σημασία ακριβώς αντίθετη από αυτή που έχει
κανονικά. Ως ρητορικός τρόπος διανοίας η ειρωνεία αποτελεί μορφή αλληγορίας.
Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση η απόσταση μεταξύ της πρώτης, «παιγνιώδους»
σημασίας της φράσης και της γνήσιας σημασίας που θα πρέπει να της αποδοθεί
είναι ίση με αυτή που χωρίζει μια θέση από την ακριβώς αντίθετή της. Από αυτή
την άποψη ο λόγος είναι εν προκειμένω ψευδής.
Σχήματα
λέξεων και σχήματα διάνοιας
Εκτός από τους παραπάνω ρητορικούς
τρόπους στα κείμενα πειθούς συνηθισμένα είναι και τα σχήματα λέξεων και διάνοιας.
Βέβαια, τα σχήματα αυτά, όπως και οι ρητορικοί τρόποι που εκθέσαμε πιο πάνω
μπορεί να τα συναντήσει κάποιος σε όλα τα είδη και τύπους κειμένων, ανάλογα με
την επικοινωνιακή περίσταση και κυρίως την πρόθεση του πομπού (γράφοντος ή
ομιλητή). Τα πιο σημαντικά από αυτά τα σχήματα είναι τα ακόλουθα:
α. Αναδίπλωση (Σχήμα λέξεων)
Πρόκειται για την επανάληψη της
αμέσως προηγούμενης λέξης. Στόχος της επανάληψης είναι η έκφραση πάθους, η
μετάδοσή του στον ακροατή και επιπλέον η έξαρση και προσέλκυση της προσοχής
αυτού του τελευταίου. Κάποτε μπορεί ανάμεσα στις λέξεις που επαναλαμβάνονται να
μεσολαβεί και μια άλλη.
Επανάληψη της ίδιας λέξης έχουμε και
στην περίπτωση της αναφοράς, όπου επαναλαμβάνεται η αρχή της
προηγούμενης μονάδας του λόγου (κῶλον) στην αρχή της επόμενης. Επίσης σε
εκείνη της επιφοράς· εδώ επαναλαμβάνεται το τέλος της προηγούμενης
μονάδας του λόγου στο τέλος της επόμενης.
β. Κλίμακα (Σχήμα λέξεων)
Στην περίπτωση της κλίμακaς
έχουμε το σχήμα της αναδίπλωσης, που όμως χρησιμοποιείται έτσι,
ώστε να δίνεται η εντύπωση της επίτασης, ακριβώς γιατί η αναδίπλωση εκτείνεται
σε περισσότερα κώλα. Παράδειγμα κλίμακος αποτελεί η φράση του Γαΐου
Ιουλίου Καίσαρα "veni, vidi, vici" (Σουητώνιος, Divus Iulius
37) («ήλθα, είδα, νίκησα»). Στη συγκεκριμένη περίπτωση την εντύπωση της κλίμακaς
προκαλεί κυρίως η σημασία των ρημάτων (και όχι τόσο η διάταξή τους), που
βαραίνει σταδιακά ολοένα και περισσότερο.
γ. Ρητορική ερώτηση (Σχήμα διάνοιας)
Μια θέση, μια κρίση παρουσιάζεται με
τη μορφή ερώτησης, στην οποία, ως εκ τούτου, δεν αναμένεται απάντηση, ακριβώς
γιατί η απάντηση θεωρείται αυτονόητη από την πλευρά του ομιλητή. Η διατύπωση
εκφράζει ένταση, πάθος, αποβλέπει στην αποθάρρυνση του αντιπάλου και, όταν η
ερώτηση απευθύνεται στο κοινό, προκαλεί το ενδιαφέρον και την προσοχή του, ενώ
προβάλλει με έμφαση και σαφήνεια το δίκαιο της θέσης του ομιλητή.
ε. Οξύμωρο (Σχήμα διάνοιας)
Πρόκειται για τη σύνδεση άκρως
αντίθετων και αλληλοαποκλειόμενων εννοιών, που εντυπωσιάζει με την παραδοξότητά
της από τη μια και με την ευστοχία της από την άλλη.
στ. Αποσιώπηση (Σχήμα διάνοιας)
Μια φράση διακόπτεται και μένει
ημιτελής. Η συνέχειά της, η σκέψη (και όχι ακριβώς οι λέξεις που παραλείπονται)
θα πρέπει να εννοηθεί από το κοινό/τους παραλήπτες του κειμένου. Η διακοπή της
ομαλής ροής του λόγου μπορεί να δηλώνει πάθος, ένταση, ανησυχία ή μπορεί να
γίνεται χάριν της μετάβασης σε ένα άλλο θέμα ή της παράλειψης στοιχείων που
μπορεί να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα αιδούς ή, εν γένει, αρνητικά
συναισθήματα στο ακροατήριο.
ζ. Αντίθεση (Σχήμα διάνοιας)
Αντιπαρατίθενται όροι (και οι
σημασίες τους). Μέσα από την αντίθεση ο ομιλητής προβάλλει εμφατικά και με
μεγαλύτερη σαφήνεια τις θέσεις του. Η διατύπωση κερδίζει σε πάθος, ένταση και
ζωντάνια προκαλώντας έτσι ανάλογα συναισθήματα στον ακροατή, το ενδιαφέρον και
την προσοχή του. Η αντίθεση μπορεί κάποτε να έχει τη μορφή της άρσης-θέσης
(προηγείται η αποφατική έννοια, ακολουθεί η καταφατική) ή της συμπλεκτικής
αναίρεσης (σχήμα εξ αναιρέσεως συμπλεκτικόν: οὐ μόνον… ἀλλὰ καί… ).
η. Πλεονασμός (Σχήμα διάνοιας)
Χρησιμοποιούνται επιπλέον λέξεις ή
φράσεις για την εμφατική απόδοση ενός νοήματος, μολονότι είναι κατά βάση
περιττές.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου