Ο Πολιτικός Λόγος
Η
γλώσσα είναι παντοδύναμη. Την παντοδυναμία της αυτήν την γνωρίζουν οι εξουσίες,
και μάλιστα οι εξουσίες των ολοκληρωτικών καθεστώτων, και την εκμεταλλεύονται
προκειμένου να επιβάλουν τη βούληση τους. Φτάνουμε έτσι στις ολοκληρωτικές
γλώσσες, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στη βουλητική λειτουργία της γλώσσας. Μια λειτουργία που
προσπαθεί να αλλοιώσει/κάμψει τη βούληση του δέκτη, πράγμα που έχει ως
αποτέλεσμα την αλλοτρίωσή του, την ολοσχερή εξάρτησή του και την πλύση του
εγκεφάλου του.[...]
[...]Η προσέγγιση και η ανάλυση του
εξουσιαστικού λόγου (λόγοι πολιτικών, διατάγματα, προκηρύξεις, διαφημίσεις,
άρθρα σε εφημερίδες, νομοθεσίες κτλ., καθώς και κάθε λόγος στον οποίο
υποκρύπτονται εξουσιαστικές τάσεις) προϋποθέτουν, οπωσδήποτε, την εφαρμογή
μεθοδολογίας, με την οποία θα επισημανθεί και θα αποκαλυφθεί, μέσα από τις
λέξεις-κλειδιά και την κανονικότητα των βασικών δομών του κειμένου, η
λανθάνουσα και αναιδώς κραυγάζουσα συχνά εξουσιαστική υποκρισία. Πάντως κάποια
από τα γνωρίσματα που βοηθούν στην ανάγνωση και την αποκάλυψη αυτής της
γλωσσικής ποικιλίας είναι τα ακόλουθα.
Πρώτα πρώτα είναι μια γλώσσα με
έντονο στην ουσία, λανθάνοντα, όμως, συχνά από πλευράς μορφοσύνταξης διατακτικό
χαρακτήρα. Γίνεται μέσα σε ελλειπτικές και ονοματικές προτάσεις ευρύτατη χρήση
ουσιαστικών συνοδευόμενων κατά κανόνα από προσδιορισμούς, οι οποίοι
υπογραμμίζουν αυταπόδεικτες αλήθειες με τρόπο δογματικό και απόλυτο. Αρκεί να
θυμηθεί κανείς εκείνη την ανεπανάληπτη ρήση του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου
"Ελλάς
Ελλήνων Χριστιανών"
ή άλλες ανάλογες, με τις οποίες ο πομπός επιβάλλει στον δέκτη την αναπαραγωγή
σεβαστών αξιών ή θεσμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ονοματικός λόγος κυριαρχεί,
ενώ περιορίζεται ο ρηματικός λόγος ή κάθε άλλος λόγος παραστατικός που με την
ευκρίνειά του και την ενέργειά του μπορεί να οδηγήσει στη δραστική σκέψη. Αλλά
και όταν χρησιμοποιείται το ρήμα, προτιμούνται οι εξακολουθητικοί χρόνοι οι
οποίοι αφανίζουν τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και τονίζουν τη διάρκεια
και την αιωνιότητα.
Προτιμάει, ακόμη, η γλώσσα της
εξουσίας λεκτικό συμβολισμό, ο οποίος μέσα από μονοσήμαντο και κατευθυνόμενο
μονόλογο, φιλικό συχνά, καλλιεργεί την αοριστία, τη γενικότητα, την ασάφεια,
την ταυτολογία, τη μυστικοπάθεια, τον ημικαταληπτό λόγο. Ο τελευταίος πάλι
έντεχνα αλλά σταθερά επιδιώκει τη δημιουργία αποστάσεων και χάσματος ανάμεσα
στον πομπό (που είναι "σοφός", "παντογνώστης",
"παντοδύναμος", "άνθρωπος σπάνιας ποιότητας") και στο
δέκτη, ο οποίος πρέπει να αισθάνεται ασήμαντος, κατώτερος και γι' αυτό
εξαρτημένος από τον πομπό.
Από την πλευρά του περιεχομένου πάλι
η γλώσσα της εξουσίας μηδενίζει τη σκέψη και την κριτική και προβάλλει δομικά
στοιχεία αντικριτικά, καθώς επιβάλλει με δογματικότητα και απολυτότητα τα
"αναμφισβήτητης" αξίας μηνύματα του πομπού. Μια τέτοια γλώσσα,
βέβαια, δεν μπορεί παρά να είναι: αποστεωμένη και μουσειακή, αφού δεν ερευνά,
δεν κρίνει, δε συσχετίζει, δεν διαλέγεται, αλλά συντηρεί και μεταφέρει με
μεγαληγορία και βεβαιότητα "αιώνιες και μοναδικές" αξίες και
"αλήθειες"' αυταρχική, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου και ο
δέκτης παίρνει εντολή να συντονίζεται στα μηνύματα του πομπού· υπερβατική, αφού
θραύει ή αγνοεί τις ποικίλες μορφές της καθημερινότητας και με την υπέρβαση της
πραγματικότητας και τη γενίκευση (και τη θέωση) του λεκτικού συμβολισμού
δοκιμάζει να υποβάλει τα περιεχόμενα των μηνυμάτων της, στεγαζόμενα ερμητικά σε
αποδεκτές και μεγάλες αξίες: οικογένεια, πατρίδα, θρησκεία κτλ.
Θα μπορούσαμε, δηλαδή συνοπτικά να
πούμε ότι η γλώσσα της εξουσίας είναι γλώσσα φθοράς και διαφθοράς και όχι
γλώσσα επικοινωνίας, αφού διασαλεύεται αυθαίρετα η σχέση συμβόλων και
συμβολιζομένων, σημαινόντων και σημαινομένων, καθώς τα σημεία φορτίζονται με τα
αντίθετά τους σημασιολογικά φορτία. Είναι γνωστό π.χ. πως σ' ολόκληρο τον κόσμο
οι δικτατορίες επιβάλλονται εν ονόματι της σωτηρίας των δημοκρατικών ελευθεριών
των λαών. Η στρέβλωση, δηλαδή, και η αυθαιρεσία της διαφθοράς θριαμβεύουν σε
βάρος της γλώσσας και του επικοινωνιακού της χαρακτήρα[1].
Με τον
πολιτικό λόγο ο πομπός επιθυμεί να πείσει το δέκτη να πάρει κάποιες αποφάσεις ή
να προβεί σε κάποια ενέργεια. Ο δέκτης λοιπόν πρέπει να πεισθεί ότι η απόφασή
του είναι σύμφωνη με τα δικά του προσωπικά συμφέροντα και με τα συμφέροντα του
ευρύτερου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει. Έτσι, ο πολιτικός λόγος
χαρακτηρίζεται βέβαια από λογική επιχειρηματολογία, αλλά συχνά χαρακτηρίζεται
και από έντονη συναισθηματική φόρτιση και από ρητορεία. Επειδή ο πολιτικός
λόγος συνδέεται με την εξουσία, ορισμένες φορές στοχεύει στην παραπλάνηση ή
στον εκφοβισμό του ακροατηρίου, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η άκριτη αποδοχή από
το δέκτη (ακροατήριο) των σκοπών και των αποφάσεων του πομπού. Στις περιπτώσεις
αυτές η αποδεικτική ισχύς των επιχειρημάτων αντικαθίσταται από αυταπόδεικτες
έννοιες ή από λέξεις με τέτοια ηθική διάσταση ("έθνος",
"λαός", "εθνική σωτηρία" κτλ.), που εμποδίζουν το λογικό
έλεγχο και παγιδεύουν το δέκτη. Όταν ο πολιτικός λόγος παίρνει αυτή τη μορφή,
με την παραποίηση των εννοιών και τη στρέβλωση των αξιών, γίνεται προπαγάνδα.
Ο πολιτικός λόγος, επομένως, είναι
σύνθετη μορφή λόγου, με την οποία ο πομπός επιστρατεύει όλους τους τρόπους
πειθούς, προκειμένου όχι απλά να πείσει, αλλά να παρακινήσει το δέκτη προς μια
συγκεκριμένη απόφαση ή επιλογή. Υπό αυτή την έννοια ο πολιτικός λόγος έχει
κοινά στοιχεία με το διαφημιστικό λόγο ως προς τις τεχνικές, που επιστρατεύει ο
πομπός, για να πείσει. Συγκεκριμένα:
-
Επιστρατεύονται
και οι τρεις τρόποι πειθούς (επίκληση στη λογική, στο συναίσθημα και στο ήθος
του πομπού ή του δέκτη, επίθεση στο ήθος του αντιπάλου)
-
Λεκτικός
πληθωρισμός
-
Ρητορεία
-
Σύντομος
και συνθηματικός λόγος
-
Ελλειπτικές
και ονοματικές προτάσεις (διατακτικός χαρακτήρας)
-
Βουλητική
λειτουργία της γλώσσας
-
Ημικαταληπτός
λόγος
-
Αοριστία,
ασάφεια, ταυτολογία
Παράδειγμα 1
|
Σας
εκφράζω τις πιο θερμές ευχαριστίες μου για όσα είπατε για την πατρίδα μου και
για μένα προσωπικά. Ευχαριστώ επίσης τον ομοσπονδιακό υπουργό κύριο Έρτλ καθώς
και τον παλαιό μου φίλο κύριο Ρέυ για τους φιλόφρονες λόγους του, μολονότι
φοβούμαι ότι οι λόγοι υπήρξαν υπέρτεροι των έργων μου. Οφείλω όμως
ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω την επιτροπή απονομής του βραβείου για την εξαιρετική
τιμή που μου έκανε να με συμπεριλάβει στον κύκλο των διακεκριμένων εκείνων
Ευρωπαίων που συνέβαλαν και προώθησαν το ιδανικό της Ενωμένης Ευρώπης.
Την
επίσημη αυτή ώρα και προτού αναπτύξω τις σκέψεις μου πάνω στο κύριο θέμα της
ομιλίας μου αισθάνομαι το χρέος να αποτίσω φόρο τιμής στους πρωτοπόρους
εκείνους που πριν από τριάντα χρόνια ανέλαβαν την σταυροφορία για την ένωση της
Ευρώπης. Χρειάστηκαν εκατόμβες ανθρώπινων υπάρξεων, κόκαλα
εκατομμυρίων νεκρών σπαρμένα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, για να
συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι την ταυτότητά τους, τις κοινές τους ρίζες και
την κοινή τους αποστολή. Στην αρχή οι φωτισμένοι ήταν λίγοι. Σήμερα
έγιναν πολλοί και κάθε χρόνος που περνά γίνονται περισσότεροι. Και θα
μπορούσε να λεχθεί ότι η ιδέα κατακτά ταχύτερα τους λαούς μας από ό,τι την
ηγεσία τους.
Αποτελεί,
νομίζω, κοινοτοπία να συζητούμε για την σκοπιμότητα της ένωσης της Ευρώπης που
έγινε ήδη συνείδηση στους λαούς μας.[…] Για να εκτιμηθεί όμως καλύτερα η
σημασία της ένωσης της Ευρώπης, θα πρέπει να θεωρηθεί στα πλαίσια της σημερινής
πραγματικότητας. Η ανθρωπότητα σήμερα περνά μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο, που
τη χαρακτηρίζει καθολική και έντονη ανησυχία. Ανησυχία που εκδηλώνεται
υπό διάφορες μορφές, από το άγχος μέχρι τη βία. Γιατί ο άνθρωπος της
εποχής μας θέλει να απομακρυνθεί από έναν τρόπο ζωής και αναζητεί καινούριο. Η
αγωνιώδης αυτή αναζήτηση αποτελεί αυτή καθαυτή μια δύναμη, που δεν μπορεί
να αγνοηθεί. Αν κατά τα προσεχή χρόνια υπάρξει πολιτική και πνευματική ηγεσία
ικανή να τη χειραγωγήσει, μπορεί η δύναμη αυτή να αποβεί δημιουργική.
Και
την ηγεσία αυτή μόνο η Ευρώπη μπορεί να τη δώσει. Γιατί όχι μόνο
έχει μεγάλη πολιτιστική παράδοση, αλλά και γιατί θα εμπνέεται από την
αναζήτηση ενός ιδανικού: Τη δημιουργία δηλαδή της μεγάλης Κοινότητας που
θα συνδυάζει την ελευθερία με την τάξη και την τάξη με την κοινωνική
δικαιοσύνη. Γιατί χωρίς τάξη δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία, όπως δεν
μπορεί να υπάρξει τάξη χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη. Μιας Κοινότητας που
θα ζει ειρηνικά και θα προάγεται πολιτιστικά. Και θα διαθέτει τους πόρους της
για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής αντί να υποθάλπει τη βουλιμία των
πολιτών της.[…]
Γνωρίζω
τις δυσκολίες, ουσιαστικές και διαδικαστικές. Όπως γνωρίζω και τα προβλήματα
που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη, προβλήματα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά. Γνωρίζω
όμως επίσης ότι τα προβλήματα αυτά δε δικαιολογούν την καθυστέρηση της
ενοποίησης της Ευρώπης, όπως μερικοί πιστεύουν. Αντίθετα, επιβάλλουν την
επιτάχυνσή της. Γιατί είναι προβλήματα που δεν μπορεί να λυθούν
στα στενά πλαίσια κάθε χώρας, αλλά μόνο στα ευρύτερα πλαίσια μιας Ενωμένης
Ευρώπης.
Υπάρχουν,
βέβαια, παντού και πάντοτε οι σκεπτικιστές, οι δύσπιστοι, ακόμα και οι
αντιδραστικοί. Άλλοι αντιδρούν, γιατί εμπνέονται από ξεπερασμένους εθνικισμούς
και προτάσσουν τα μικροσυμφέροντα έναντι των μεγάλων σκοπών της Ένωσης. Ασχολούνται
δηλαδή τόσο με τα δέντρα, ώστε να χάνουν τη θέα του δάσους. Άλλοι
αντιδρούν, γιατί θέλουν την Ευρώπη κατακερματισμένη και αδύναμη. Άλλοι
πάλι υποστηρίζουν ότι τα έθνη που θα συμπήξουν την Κοινότητα, θα χάσουν την
προσωπικότητά τους, ότι όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι θα χάσουμε τον εθνικό μας
πολιτισμό και θα γίνουμε μια μάζα χωρίς φυσιογνωμία και χαρακτήρα.
Οι
ανησυχίες αυτών των σκεπτικιστών οφείλονται προφανώς σε σύγχυση.
Παρασυρμένοι από τις τις διαφορές της επιφάνειας δε βλέπουν την ενότητα του
βάθους. Λησμονούν την κοινή πολιτιστική μας παράδοση, τη συγγένεια των
ηθών μας, την ταυτότητα των μορφών της σκέψης μας. Λησμονούν με άλλα
λόγια τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που είναι σύνθεση του ελληνικού, του ρωμαϊκού και
του χριστιανικού πνεύματος. Μια σύνθεση στην οποία το ελληνικό πνεύμα εισέφερε
την ιδέα της ελευθερίας, της αλήθειας και της ομορφιάς. Το ρωμαϊκό πνεύμα την
ιδέα του κράτους και του δικαίου και ο χριστιανισμός την πίστη και την
αγάπη.[…]
Η
οικονομική και κοινωνική κρίση που περνά η Ευρώπη σήμερα είναι
αποτέλεσμα της κρίσης των δημοκρατικών θεσμών, που υπονομεύονται από την
κατάχρηση της ελευθερίας και τον ευδαιμονισμό. Η Ευρώπη με την ένωσή της μπορεί
να αναμορφώσει τους δημοκρατικούς της θεσμούς και να τους περισώσει. Γιατί
μπορεί να πέσει η Δημοκρατία σε μια μεμονωμένη χώρα, δεν μπορεί όμως να
πέσει στην Ενωμένη Ευρώπη. Και αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που συνηγορεί
για την επιτάχυνση της ενοποίησης της Ευρώπης. Γιατί, αν καθυστερήσει
υπέρμετρα η ενοποίηση και στο μεταξύ κλονιστεί η δημοκρατία σε
ορισμένες χώρες, τότε το όνειρο της Ενωμένης Ευρώπης θα σβήσει
οριστικά.
Ομιλία του Κων/νου Καραμανλή κατά την απονομή
του βραβείου Καρλομάγνος, Άαχεν της Γερμανίας, 4 Μαϊου 1978.
[1] Αποσπάσματα από το κείμενο "Γλώσσα της
εξουσίας και γλώσσα της παιδείας", διδακτικό βιβλίο "Έκθεση - Έκφραση",
Γ' Λυκείου, Χρ. Τσολάκης κ.α.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου