Τα επίπεδα του ύφους λόγου


Το επίπεδο ύφους, ως ένα σύνολο εννοιών, το οποίο πραγµατώνεται µέσα από συγκεκριµένες λεξικογραµµατικές επιλογές, κατάλληλες για συγκεκριµένη περίσταση επικοινωνίας, αποτελεί µια σηµασιολογική κατηγορία που µας βοηθά να κατανοήσουµε ότι η γλώσσα που µιλάµε και γράφουµε ποικίλλει ανάλογα µε το συγκειµενικό της πλαίσιο. Στη µελέτη της θεωρητικής έννοιας "επίπεδο ύφους", όπως ορίζεται πλέον σήµερα, διακρίνονται δύο κατηγορίες. Η πρώτη αναφέρεται σε "κλειστά επίπεδα ύφους" και περιλαµβάνει κείµενα των οποίων η γλώσσα είναι αυστηρά προσδιορισµένη, ενώ υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια επιλογών. Παραδείγµατα τέτοιων κειµένων αποτελούν οι διάφοροι στρατιωτικοί κώδικες που χρησιµοποιούνται σε περίπτωση πολέµου, οι προσευχές και τα δελτία καιρού. Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται σε "ανοικτά επίπεδα ύφους" και σε αυτή συγκαταλέγονται κείµενα που η γλώσσα τους δεν είναι τόσο αυστηρά προκαθορισµένη. Παράδειγµα τέτοιου κειµένου είναι µια προσωπική επιστολή ή ένα ροµαντικό διήγηµα ενός περιοδικού για κορίτσια στην εφηβεία. Στις κατηγορίες αυτές υπάρχουν βέβαια και διαβαθµίσεις, όπως για παράδειγµα στην περίπτωση των ευχετηρίων καρτών ή των αιτήσεων σε δηµόσιες υπηρεσίες. Το επίπεδο ύφους των τίτλων άρθρων σε εφηµερίδες είναι σχετικά πιο ανοιχτό από εκείνο των συνταγών µαγειρικής κλπ. Πάντως, παρ' όλες τις διαβαθµίσεις των περιορισµών για τις επιλογές στη γλώσσα που χρησιµοποιείται στα κείµενα, οι περιορισµοί στο επίπεδο ύφους πάντα υπάρχουν, γιατί τους επιβάλλει το συγκειµενικό πλαίσιο του κειµένου.
            Η πιο ολοκληρωµένη άποψη για την έννοια "επίπεδο ύφους", η οποία τελικά έχει κυριαρχήσει, είναι η άποψη που διατυπώθηκε από τη σχολή της συστηµικής λειτουργικής γλωσσολογίας. Ολοκληρωµένη, γιατί ορίζει το επίπεδο ύφους σε σχέση µε την οργάνωση του κειµένου αλλά και του συγκειµενικού του πλαισίου. Σύµφωνα µε τους Halliday & Hasan (1989), το επίπεδο ύφους αναφέρεται σε µια συσχέτιση 4 νοηµάτων που συνδέονται και σε µεγάλο βαθµό καθορίζονται από τα στοιχεία του άµεσου συγκειµενικού πλαισίου, και συγκεκριµένα από: α. Το "πεδίο", που αφορά στον σκοπό της εκφοράς λόγου ως κοινωνικής (επικοινωνιακής) πράξης και προσδιορίζει το περιεχόµενο του κειµένου (π.χ. αν ο σκοπός του κειµένου είναι δηµοσιογραφικός ή πολιτικός), β. Το "συνοµιλιακό ρόλο", που προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις εκείνων που µετέχουν σε µια περίσταση επικοινωνίας, την κοινωνική θέση και στάση τους (π.χ. σχέση ισότητας, όπως στην περίπτωση δύο φίλων, ή ανισότητας, όπως στην περίπτωση εργοδότη-υπαλλήλου), γ. Τον "τρόπο" εκφοράς του λόγου, που έχει σχέση µε το κανάλι επικοινωνίας, π.χ. αν ένα κείµενο είναι προφορικό, γραπτό, γραπτό που θα διαβαστεί, οµιλία που δεν στηρίζεται σε γραπτό κείµενο κλπ. Τα τρία αυτά στοιχεία δεν αποτελούν γλωσσικές κατηγορίες αλλά χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του συγκειµενικού πλαισίου του κειµένου που καθορίζουν και το επίπεδο ύφους του. Για παράδειγµα, ξέρουµε πως τα προφορικά κείµενα που παράγουν οι διευθυντές µιας επιχείρησης κατά τη διάρκεια σύσκεψής τους διαφέρουν ως προς το επίπεδο ύφους από τα κείµενα που παράγει µια οµάδα γονέων κατά τη σύσκεψή τους σχετικά µε ένα πρόβληµα που προέκυψε στο σχολείο των παιδιών τους. Το επίπεδο ύφους κατά τον αθλητικό σχολιασµό ενός ποδοσφαιρικού αγώνα από το ραδιόφωνο διαφέρει από εκείνο του σχολιασµού στην τηλεόραση µιας καλλιτεχνικής εκδήλωσης, ενώ αυτή διαφέρει ως προς το επίπεδο ύφους όταν σχολιάζεται σε µια κοινωνική συγκέντρωση µεταξύ φίλων. Βλέπουµε, λοιπόν, ότι όσο πιο πολλές πληροφορίες διαθέτουµε για τις συνθήκες παραγωγής του κειµένου, τόσο πιο συγκεκριµένα µπορούµε να προσδιορίσουµε το επίπεδο ύφους του και να κατανοήσουµε τις γλωσσικές επιλογές του.
            Το ύφος λόγου για μεθοδολογικούς λόγους χωρίζεται στη γραμματική σε τρία είδη, το τυπικό, το οικείο και το ουδέτερο.
Τυπικό ύφος ονομάζουμε αυτό που συναντάται κυρίως στον γραπτό λόγο (κείμενα δημόσιας διοίκησης, εκκλησιαστικά, νομικά, δημοσιογραφικά κ.α) και πιο σπάνια στον προφορικό λόγο (αγορεύσεις, διαλέξεις, πολιτικές ομιλίες κ.α.) Περιέχει λεξιλόγιο και εκφράσεις λόγιας προέλευσης, υποτακτική σύνταξη, μακροπερίοδο λόγο, κυριολεξία και μορφολογικούς τύπους που βρίσκονται πιο κοντά στην καθαρεύουσα.
Οικείο ύφος ονομάζουμε αυτό που συνηθως χρησιμοποιούμε στον προφορικό λόγο και λιγότερο στον γραπτό (σε χιουμοριστικά κείμενα, φιλικές επιστολές, λογοτεχνικά κείμενα...) Περιέχει λέξεις και εκφράσεις λαϊκής προέλευσης, παρατακτική σύνταξη, μικροπερίοδο λόγου, συχνά ελλειπτικό και μεταφορικό λόγο και μορφολογικούς τύπους που βρίσκονται πιο κοντά στη δημοτική.
Ουδέτερο ύφος ονομάζουμε αυτό που χρησιμοποιείται συνήθως στον γραπτό λόγο (περιγραφικά κείμενα, ανακοινώσεις, ειδήσεις) και λιγότερο στον προφορικό λόγο (αναγγελίες, προφορικές ανακοινώσεις κ.α.) Περιέχει λεξιλόγιο και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά στη νέα ελληνική, σύνταξη υποτακτική και παρατακτική και τους κοινότερους από τους μορφολογικούς τύπους.
Οι συνηθέστερες γλωσσικές επιλογές είναι οι ακόλουθες:

1. Το ρηματικό πρόσωπο
            Σημαντικό ρόλο στις γλωσσικές επιλογές μας για τη διαμόρφωση του ανάλογου κάθε φορά επιπέδου ύφους και την ικανοποίηση της πρόθεσης που ως πομποί έχουμε διαδραματίζουν τα ρηματικά πρόσωπα που επιλέγουμε. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει ένας κάθε φορά λόγος για τον οποίο ο πομπός επιλέγει σε κάποιο σημείο του κειμένου του ή στο σύνολο του κειμένου του ένα ή περισσότερα ρηματικά πρόσωπα. Η εξήγηση ποικίλει και εξαρτάται από το συγκείμενο, την επικοινωνιακή περίσταση, το είδος του κειμένου, το είδος ή τον τύπο/γένος του λόγου και άλλους παράγοντες. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να εκθέσουμε κάποιες γενικές αρχές, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν "μαγικές συνταγές", εκτός αν θέλουμε να μετατρέψουμε την κειμενοκεντρική διδασκαλία από δυναμική που είναι σε φορμαλιστική που σε καμιά περίπτωση δεν είναι.

α΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο


                                                 

Αυτό το ρηματικό πρόσωπο προσδίδει αμεσότητα, ζωντάνια, ζωηρότητα, ενδιαφέρον στο λόγο, αφού η αφήγηση εμπεριέχει το στοιχείο της προσωπικής μαρτυρίας. Οι σκέψεις προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη. Ο λόγος εκφράζει προσωπικές εκτιμήσεις, αφού τα πράγματα προσεγγίζονται μέσα από μια εσωτερική οπτική γωνία και λειτουργεί το προσωπικό φίλτρο του πομπού. Προσδίδει στο κείμενο προσωπικό εξομολογητικό τόνο. Προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση στο δέκτη, αφού παρακολουθεί και βιώνει προσωπικά βιώματα του πομπού. Τέλος, τονίζεται το «εγώ» του πομπού και ενδεχομένως υποδηλώνει ή δηλώνει με σαφήνεια-όταν γίνεται συνεχής χρήση- εγωκεντρισμό και εγωπάθεια, πιθανόν και στα όρια της αλαζονείας, π.χ. στον πολιτικό λόγο που κινείται στα όρια της προπαγάνδας (λόγοι του Χίτλερ).


β΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο



Αυτό το ρηματικό πρόσωπο προσδίδει αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο, αφού ο πομπός δημιουργεί έναν τεχνητό αγωγό επικοινωνίας με τον ή τους δέκτες του. Απευθύνεται άμεσα σ’ αυτούς, είναι σαν να συνομιλεί μαζί τους και έτσι πετυχαίνει να τους καταστήσει συμμέτοχους στην προβληματική που αναπτύσσει, περνώντας τους με τον πιο άμεσο τρόπο το μήνυμα του. Επίσης, προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο και ο τόνος γίνεται συνομιλητικός-φιλικός.

γ΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο



Με αυτό το ρηματικό πρόσωπο προσδίδεται αντικειμενικότητα, αμεροληψία, ουδετερότητα, αφού οι επισημάνσεις του πομπού φαίνονται αναμφισβήτητες και γενικώς αποδεκτές. Αποστασιοποι­είται ο πομπός από τη συμμετοχή και γίνεται αντικειμενικός παρατηρητής. Το μήνυμα γίνεται γενικόλογο και αποκτά καθολικό κύρος για αυτό χρησιμοποιείται για γενίκευση σκεπτικού, προκειμένου να προκύψουν συμπεράσματα με ευρύτερη ισχύ και αποδοχή. Τέλος, αποφεύγεται η άμεση αναφορά, με αποτέλεσμα το μήνυμα να γίνεται πιο υπαινικτικό.

 

α΄ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο



Με αυτό το ρηματικό πρόσωπο ο πομπός συμμετέχει, αφού μοιράζεται με τον αναγνώστη την ίδια οπτική γωνία. Δημιουργείται μια αίσθηση οικειότητας (αμεσότητα) ανάμεσα στον πομπό και στο δέκτη, αφού εντάσσει τον εαυτό του μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο ατόμων, π.χ. στους ακροατές του, γίνεται «ένα με αυτούς», μιλάει «μαζί με αυτούς και γι’ αυτούς». Η χρήση του αποπνέει συλλογικότητα, ενώ ο λόγος αποκτά αμεσότητα και έτσι πετυχαίνει να τους ευαισθητοποιήσει κατά τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο. Επίσης, αποδίδει συλλογική ευθύνη / τονίζεται η ανάγκη για δραστηριοποίηση των αρμόδιων φορέων. Τέλος, η πειθώ και η ευαισθητοποίηση επιτυγχάνονται πιο άμεσα, αφού ο πομπός εντάσσει και τον εαυτό του στα μέτρα-προτάσεις που παρουσιάζει.

β΄ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο


Το δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού προσδίδει αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο, αφού ο πομπός δημιουργεί έναν τεχνητό αγωγό επικοινωνίας με τον ή τους δέκτες του. Απευθύνεται άμεσα σ’ αυτούς, είναι σαν να συνομιλεί μαζί τους και έτσι πετυχαίνει να τους καταστήσει συμμέτοχους στην προβληματική που αναπτύσσει, περνώντας τους με τον πιο άμεσο τρόπο το μήνυμα του. Το πρόσωπο αυτό προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο, ο τόνος γίνεται συνομιλητικός-φιλικός. Τέλος, το ύφος και ο λόγος αποκτούν θεατρικότητα, παραστατικότητα, ενδεχομένως και δραματικότητα. Ο λόγος αποκτά ζωντάνια και δημιουργείται συναισθηματική ένταση.

γ΄ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο



Προσδίδει αντικειμενικότητα, αμεροληψία, ουδετερότητα, αφού οι επισημάνσεις του πομπού φαίνονται αναμφισβήτητες και γενικώς αποδεκτές. Αποστασιοποι­εί το συγγραφέα από τη συμμετοχή και τον καθιστά αντικειμενικό παρατηρητή. Καθιστά το μήνυμα γενικόλογο και του προσδίδει καθολικό κύρος για αυτό χρησιμοποιείται για γενίκευση σκεπτικού, προκειμένου να προκύψουν συμπεράσματα με ευρύτερη ισχύ και αποδοχή. Με αυτό αποφεύγεται η άμεση αναφορά και το μήνυμα γίνεται πιο  υπαινικτικό και όχι άμεσο.





















Παραδείγματα



Παράδειγμα 1



Ο άνθρωπος είναι το κέντρο του κύκλου της ζωής, αλλά όμως δεν είναι ο ίδιος ο κύκλος της ζωής. Ανήκουμε στον κόσμο, αλλά αυτός ο κόσμος δεν μας ανήκει, δεν είναι κτήμα μας. Είμαστε οι διαχειριστές της ζωής και όχι οι ιδιοκτήτες της. ∆εν είμαστε δούλοι του κόσμου, ούτε όμως γίναμε κι αφεντικά του. Απλώς παραμένουμε οικονόμοι της ζωής.
Με αυτόν τον κάπως αφοριστικό τρόπο απεικονίζουμε την κρίση του ανθρωπισμού στον νεώτερο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο αναγεννησιακός ανθρωπισμός πρόβαλε τον άνθρωπο ως το επίκεντρο της πραγματικότητας και κατέφυγε στα ανθρωπιστικά γράμματα, προκειμένου να καταστεί ανθρώπινος οάνθρωπος (homo humanis). Αγαθή κι επαινετή η πρόθεση του ανθρωπισμού, όπως επίσης αγλαοί αποδείχθηκαν οι καρποί του μέσα στον επακολουθήσαντα διαφωτισμό με την καθιέρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που υπόσχονται την ελευθερία ως εγγύηση της ανθρωπιάς του ανθρώπου.
Το αναπόφευκτο ατόπημα του ανθρωπισμού είναι η διολίσθησή του στον ατομικισμό. Ο Humanismus (ανθρωπισμός, ουμανισμός) κατάντησε Individualismus (ατομικισμός). Λέμε άνθρωπος και εννοούμε άτομο. Μιλούμε για τον πολίτη και έχουμε στον νου τον ιδιώτη. Αναφερόμαστε στον εαυτό μας και εξυπονοούμε το εγώ μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να λησμονούμε τον άλλο που συνυπάρχει μαζί μας και το όλον μέσα στο οποίο συνανήκει το εγώ μας μαζί με καθένα άλλο του. Οι λογοτέχνες προφήτευαν από τον προπερασμένο αιώνα ήδη: «Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε Μονάδες , ο καθένας αποτραβιέται στη μοναξιά του, ο καθένας απομακρύνεται απ’ τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και καταλήγει ν’ απωθεί τους ομοίους του και ν’ απωθείται απ’ αυτούς» (Ντοστογιέφσκι).
[…]
Για να υπερβεί ο ανθρωπισμός την κρίση του απαιτείται να προβεί σε μια μόνο σωτήρια πρωτοβουλία: να αποποιηθεί τον ατομικισμό. Για να μιλήσουμε με την γλώσσα των ποιητών μας: «Το καίριο στη ζωή αυτή κείται πέραν του ατόμου. Με τη διαφορά ότι, αν δεν ολοκληρωθεί κανείς ως άτομο —κι όλα συνωμοτούν στην εποχή μας γι’ αυτό— αδυνατεί να το υπερβεί» (Ελύτης). Ο ανθρωπισμός χρειάζεται, αλλά δεν αρκεί έτσι όπως κατάντησε, δηλαδή σαν ατομικισμός. Απαιτείται ο ανθρωπισμός και περιττεύει ο ατομικισμός. Είναι επιτακτική ανάγκη των καιρών μας να περάσουμε από την εξατομίκευση του ανθρώπου στον εξανθρωπισμό του ατόμου. Με δυο λόγια, πρέπει να απελευθερώσουμε τον ανθρωπισμό από τον ατομικισμό. Όταν ο άνθρωπος αυτοπεριορίζεται στο άτομο, τότε αυτοχειριάζεται υπαρξιακά. Ο ατομικισμός είναι το καρκίνωμα του ανθρωπισμού.
Ο ορίζοντας για την αποδέσμευση του ανθρωπισμού από τον ατομικισμό είναι ο κοινωνισμός. Ο ανθρωπισμός χρειάζεται να κοινωνικοποιηθεί, δηλαδή ο άνθρωπος να αντιληφθεί την ύπαρξή του ως συνύπαρξη κι όχι σαν δήθεν αυθύπαρκτη μονάδα αποκομμένη από το περιβάλλον της, όπως δυστυχώς συμβαίνει με το άτομο. […] Με μια απλή φράση: ο άνθρωπος δεν υπάρχει απλώς, αλλά συνυπάρχει κυρίως.
Ο άνθρωπος είναι συνάνθρωπος, αλλιώτικα καταντά απάνθρωπος. Ο ανθρώπινος άνθρωπος δεν είναι ατομικός αλλά κοινωνικός: δεν αποτελεί ύπαρξη αλλά συνύπαρξη.
[…]
Πυξίδα για τον ασφαλή διάπλου] ανάμεσα στην Σκύλλα της εξατομίκευσης και στην Χάρυβδη της μαζοποίησης είναι η κοινωνικοποίηση του ανθρωπισμού. Χωρίς να διακινδυνεύουμε κανενός είδους προφητεία και δίχως να καταφεύγουμε σε ιστορικοφιλοσοφικές μαντείες, πιστεύουμε ότι ο κοινωνισμός του ανθρωπισμού είναι η επιταγή των καιρών μας.

(Μάριος Μπέγζος, «Ο κοινωνισμός του ανθρωπισμού», Ευθύνη, τεύχος 420, ∆εκέμβριος 2006, σελ. 647-648).


Παράδειγμα 2

Ένα γενικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι το κυνήγι του χρόνου. Όλοι τρέχουν, λαχανιάζουν, αγωνιούν και πάντοτε έχουν την αίσθηση ότι δεν πρόφτασαν κάτι. Αυτή η παραφροσύνη του καιρού μας, που μας σπρώχνει συνεχώς πίσω από το χρόνο, μας εμπλέκει μέσα στη ροή του χρόνου και μας αφαιρεί τη χαρά να συνυπάρχουμε με το χρόνο (συμβαδίζοντας και συνυπάρχοντας με άνεση), εκμηδενίζει τον άνθρωπο ως προσωπικότητα και ως ανθρώπινη ουσία.
Είναι έτσι φτιαγμένη η δομή του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου, ώστε να παγιδεύεται ο άνθρωπος μέσα στα αντικείμενα και στις απασχολήσεις. Λες και βάλαμε όλη την τέχνη και τη σοφία μας στο να συνθλίψουμε τους εαυτούς μας. Ο άδειος από τις ασχολίες χρόνος, που θα είναι δικός μας αποκλειστικά, είναι ή ελάχιστος ή ανύπαρκτος. ∆εν έχουμε καιρό να συναντηθούμε με τον εαυτό μας, να αναδιπλωθούμε και να ταξιδέψουμε μέσα μας, να ονειροπολήσουμε ή να νοσταλγήσουμε, να αποχωρισθούμε απ’ όλους τους εξωτερικούς περισπασμούς, σε μια αποκλειστική συνάντηση με τον εαυτό μας.
Έτσι ο χρόνος χάνεται ερήμην μας και ανακαλύπτουμε ξαφνικά την απουσία του ή με υπομνήσεις επετείων ή με μνήμες που αναβιώνουν απροσδόκητα ή με συμπτώματα βιολογικής καταπόνησης και ανημποριάς. Και διαπιστώνουμε ξαφνικά πόσο εγκληματικά αποκοπήκαμε από πρόσωπα και πράγματα. Οι στιγμές που συνιστούν την ουσιαστική μας ζωή, με την πίκρα ή τη χαρά που περικλείουν, φεύγουν ανυποψίαστα και χάνονται ανεκπλήρωτες.
∆εν είναι μόνο η εμπλοκή μας μέσα σε μια ασθμαίνουσα εποχή και ο ρυθμός του βίου που μας συμπαρασύρουν στις δολιχοδρομίες μιας πρωτοφανούς εξοντώσεως. Είναι και η παθολογία του καιρού μας που συμβάλλει στην εξαθλίωσή μας. Όλοι συνθλίβουμε τον ελάχιστο χρόνο που μας μένει, για να κατοχυρώσουμε την επαγγελματική και κοινωνική μας θέση. Ο ένας τρέχει στις δεξιώσεις, ο άλλος να εξασφαλίσει γνωριμίες, ο τρίτος στις υπηρεσίες για να «κυνηγήσει» τις υποθέσεις του, ένας άλλος να δικτυωθεί σε μια ομάδα ή έναν όμιλο που θα τον στηρίξει κ.λπ. Επιδιώκουν οι άνθρωποι θέσεις και πάλι άλλες θέσεις και συμμετοχές σε συμβούλια και σε επιτροπές, επιδιώκουν γνωριμίες, που κοστίζουν χρόνο και ταπείνωση, προσπαθούν να επιβάλουν ένα –συχνότατα– μίζερο εαυτό, που με άγχος βαδίζει στη φθορά.
Και όλα αυτά ξεκινούν (πέρα από την ανθρώπινη κενοδοξία) από μια αβεβαιότητα, από την ανασφάλεια του ανθρώπου. Και τρέχουν οι «τλήμονες θνητοί» να εξασφαλίσουν εύνοιες και χρήμα. Και ο χρόνος εκδικείται για το θάνατό του. Και η εκδίκηση είναι βαριά και αναπότρεπτη.
Αριστόξενος Σκιαδάς, Διαπιστώσεις, Αθήνα 1977  (∆ιασκευή).


Παράδειγμα 3



Εμείς και οι αρχαίοι χώροι θέασης και ακρόασης
Οι χώροι θέασης και ακρόασης που δημιούργησε η ελληνική αρχαιότητα αποτελούν για πολλούς λόγους μιαν από τις πιο σημαντικές ομάδες μνημείων της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Πρώτα απ’ όλα, γιατί οι χώροι αυτοί, ως τόποι μαζικής συγκέντρωσης, για θρησκευτικούς, πολιτικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς, εκφράζουν στην αρχιτεκτονική με τον προφανέστερο τρόπο τη δημοκρατική αντίληψη για τη ζωή και την έντονη αίσθηση κοινότητας που χαρακτήρισε τον αρχαίο βίο. Τα σχετικά αρχιτεκτονικά σχήματα εκείνης της δημιουργίας (θέατρα, βουλευτήρια κλπ.) εξακολουθούν μέχρι σήμερα να εξυπηρετούν ανάλογες δραστηριότητες. Ένας δεύτερος λόγος για την ιδιαίτερη σημασία αυτών των χώρων είναι ότι το θέαμα και ο λόγος που αναπτυσσόταν μέσα σ’ αυτούς, ιδιαίτερα το ψυχαγωγικό θέαμα, με την πραγματική έννοια της ψυχαγωγίας, της αγωγής της ανθρώπινης ψυχής, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά πολιτισμικά αγαθά. Από τη γέννηση του δράματος στους χώρους λατρείας της αρχαίας Ελλάδας μέχρι και σήμερα ο λόγος και η δράση που εκτυλίσσεται μέσα σε θεατρικούς χώρους παράγουν πολιτισμό. Και ένας τρίτος λόγος είναι ότι στο χώρο της Μεσογείου, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, σώζονται σε μεγάλο αριθμό οι χώροι στους οποίους ασκήθηκε από την εποχή της διαμόρφωσής της η θεατρική δημιουργία. Οι χώροι αυτοί, περισσότερο από όσο όλα τα άλλα κατάλοιπα του παρελθόντος, ασκούν στη σύγχρονη κοινωνία αλλά και τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, μιαν ιδιαίτερη πρόκληση επαφής του παρόντος με το παρελθόν, επειδή προσφέρονται κατ’ εξοχήν για χρησιμοποίησή τους με την ίδια λειτουργία για την οποία σχεδιάστηκαν. Αυτή η επαφή του παρόντος με το παρελθόν, όχι μόνο των ειδικών αλλά και του ευρύτερου κοινού, είναι μια βασική επιδίωξη της σύγχρονης αρχαιολογίας, η οποία βλέπει τη δικαίωσή της στη βίωση από την κοινωνία του ιστορικού περιεχομένου και του μηνύματος ζωής των μνημείων. Αλλά και από την άλλη πλευρά, η βίωση των μνημείων και η ένταξή τους στη ζωή εξελίσσεται από τάση σε απαίτηση της σύγχρονης κοινωνίας. Η επιδίωξη της συνάντησης της σύγχρονης δημιουργικότητας και των διαμορφωμένων από το δημιουργικό παρελθόν σχημάτων θεατρικών χώρων, που εξυπηρετεί την παραπάνω απαίτηση, θέτει, βέβαια, προβλήματα, αφού τα αρχαία θέατρα και οι άλλοι χώροι θέασης, όπως τα ωδεία, τα στάδια κλπ., είναι πλέον μνημεία, όλα με μικρότερες ή μεγαλύτερες φθορές και καταπονήσεις. Τα περισσότερα μάλιστα σώζονται αποσπασματικά, μέχρι σημείου αδυναμίας αναβίωσης και εξυπηρέτησης της κατά προορισμόν λειτουργίας τους.
Τα προβλήματα αυτά δεν πρέπει, βέβαια, με κανέναν τρόπο να οδηγούν σε αρνητική τοποθέτηση για τη σύγχρονη χρήση των κατάλληλων για τη δραστηριότητα αυτή μνημείων. Η επαφή του κοινού με τα μνημεία, και ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή η βίωση από  το ευρύ κοινό σύγχρονων προβληματισμών και καλλιτεχνικών εκφράσεων μέσα από το ιστορικό περιβάλλον, είναι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος προσέγγισης και οικείωσης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Αλλά είναι, παράλληλα, και ο δραστικότερος τρόπος δημιουργίας στην ευρύτερη κοινωνία συνείδησης εκτίμησης και προστασίας των μνημείων μας.
Η καταγραφή όλων των μνημείων αυτών –των πολύ ή λιγότερο γνωστών, των εντοπισμένων αλλά μη ερευνημένων, αλλά και εκείνων των οποίων γνωρίζουμε ακόμη την ύπαρξη μόνο από αρχαίες μαρτυρίες– με όλα τα δεδομένα τους, δηλαδή την ιστορία τους, τα χαρακτηριστικά τους, την κατάστασή τους και τις δυνατότητες χρήσης ή απλής ανάδειξής τους, θα προσφέρει ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στη συστηματικότερη διαχείριση αυτού του πλούτου.
Η όσμωση αρχαιολόγων, ανθρώπων του θεάτρου, παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων διανοητών είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ένα πολύ καλό κλίμα για μια κοινή προσπάθεια ισορροπημένης και συνετής προσέγγισης του είδους αυτού των μνημείων.
Η καλλιέργεια, εξάλλου, με διάφορες εκδηλώσεις στο ευρύτερο κοινό της τάσης αυτής απέναντι στα μνημεία θα αποτελέσει ουσιαστική θετική συμβολή, αφενός, στην ολοκληρωμένη προστασία τους (ενεργητική προστασία και από το ευρύ κοινό) και, αφετέρου, στη δημιουργική βίωση των αρχαίων χώρων θέασης.

Β. Λαμπρινουδάκης, «Εμείς και οι αρχαίοι χώροι θέασης και ακρόασης»,  στον συλλογικό τόμο «Διάζωμα» κίνηση πολιτών  για την ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων, Εκδόσεις Διάζωμα 2009 (Διασκευή).

Παράδειγμα 4


[...] Τι είναι η φιλία; «Εύνοια», φυσικά, όπως λέγει ο Αριστοτέλης· να έχεις, δηλαδή, καλές διαθέσεις απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, να αισθάνεσαι στοργή γι’ αυτόν, να επιζητείς την συντροφιά του και να θέλεις την ευτυχία του· να είσαι εύνους προς κάποιον και αυτός εύνους προς εσένα· να υπάρχει ανταπόκριση, αμοιβαιότητα στα αισθήματά σας, να τον αγαπάς και να τον τιμάς κι εκείνος, επίσης, να σε αγαπά και να σε τιμά. Γι’ αυτό, όσο τρυφερές κι αν είναι οι σχέσεις μας με τα άψυχα, δεν λέγονται φιλία. Όταν αγαπούμε ένα άψυχο πράγμα, αυτό που αισθανόμαστε δεν είναι φιλία.
 Μπορούμε να διακρίνουμε τρία είδη φιλικών σχέσεων, κατά τον Αριστοτέλη: «διά το χρήσιμον», «δι’ ηδονήν», «διά το αγαθόν». Στην πρώτη περίπτωση, συνδεόμαστε μ’ έναν άνθρωπο, επειδή ο ένας μας είναι στον άλλο χρήσιμος (για τις υποθέσεις, τις ανάγκες, τη σταδιοδρομία, τις πολιτικές φιλοδοξίες μας κ.τ.λ.).










2. Ο ρόλος των εγκλίσεων 

Οριστική: Δηλώνει συνήθως το πραγματικό και το βέβαιο και σπανιότερα το πιθανό και το δυνατό.
Υποτακτική: Δηλώνει κυρίως επιθυμία και το ενδεχόμενο αλλά και προτροπή, αποτροπή,  ευχή, παραχώρηση, απορία, προσταγή ή απαγόρευση.
Προστακτική: Δηλώνει προσταγή, προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή και έντονη περιέργεια.


3. Οι λειτουργίες της γλώσσας

Το μοντέλο που πρότεινε ο Jakobson, πρόκειται για έναν πολυποίκιλο κώδικα που αντανακλά κυρίως τις ανθρώπινες λειτουργίες της γλώσσας και επειδή μπορεί να δυσκολεύει, θα το εξετάσουμε αναλυτικά και με παραδείγματα.

Οι βασικοί παράγοντες στη μετάδοση της επικοινωνίας είναι οι εξής:

1) πομπός (αυτός που στέλνει το μήνυμα, ο ομιλητής/αποστολέας)
2) δέκτης (αυτός που λαμβάνει το μήνυμα, ο ακροατής/παραλήπτης)
3) μήνυμα (ό,τι στέλνει ο πομπός)
4) επικοινωνιακός κώδικας (η γλώσσα, που πρέπει να είναι κοινή για πομπό και δέκτη)
5) πλαίσιο αναφοράς (το αναφερόμενο, αυτό που δείχνει η λέξη. Αφορά το θέμα, την πληροφορία)
6) δίαυλος επικοινωνίας (το "κανάλι" μεταξύ πομπού - δέκτη)

Ο καθένας από τους παραπάνω παράγοντες ορίζει και μια λειτουργία της γλώσσας:
1) Πομπός > συναισθηματική/εκφραστική/συγκινησιακή λειτουργία, καθώς αυτός είναι που πλάθει το μήνυμα, δίνει μορφή στο περιεχόμενο και διαμορφώνει μια συγκεκριμένη στάση απέναντί του. Το μήνυμα είναι συνήθως σε α' πρόσωπο, με επιφωνήματα, τονικό χρωματισμό κ.α. Π.χ: Αχ! Αγαπώ τόσο τα ταξίδια!
2) Δέκτης > βουλητική/προστακτική/κλητική λειτουργία, επειδή απευθύνεται προς τον δέκτη για να εκφράσει: επιθυμία, προσταγή ή επίκληση, ώστε να πραγματοποιηθεί ένα πρακτικό αποτέλεσμα. Π.χ: Φέρε μου ένα ποτήρι νερό!
3) Μήνυμα > ποιητική χρήση της γλώσσας, καθώς η σημασία περνάει στην επεξεργασία και τη μορφή του ίδιου του μηνύματος. Μπορεί να είναι έντονα τα υφολογικά χαρακτηριστικά ή να υπάρχει ομοιοκαταληξία. Π.χ: Τον κοίταξε θυμωμένα και το βλέμμα της φώτισε σαν αστραπή...

4) Επικοινωνιακός κώδικας > μεταγλωσσική/διαγλωσσική λειτουργία. Αυτή η λειτουργία, επιτρέπει να μιλάμε για μια γλώσσα κάνοντας χρήση της ίδιας αυτής γλώσσας. Π.χ: "πόλεμος" σημαίνει "σύγκρουση, ένοπλη σύρραξη μεταξύ μεγάλων ομάδων ανθρώπων", "τι εννοείς;"
5) Πλαίσιο αναφοράς > αναφορική/δηλωτική/παραστατική λειτουργία, όπως το λέει και η λέξη από μόνη της: δηλώνει, πληροφορεί για κάτι. Π.χ: Χιονίζει.
6) Δίαυλος > φατική λειτουργία, η οποία ελέγχει την αποτελεσματικότητα του αγωγού, άρα και της επικοινωνίας και έτσι την προωθεί ή την τερματίζει. Δεν δίνει απαραίτητα σημασία στο μήνυμα. Π.χ: "εμπρός;" (στο τηλέφωνο), "έλα βρε, σώπα!", "εντάξει, τα λέμε αύριο, ε;"
            Πρέπει να σημειωθεί πως στην ουσία αυτές οι λειτουργίες δείχνουν έξι όψεις, μέσα απ' τις οποίες μπορούμε να εξετάσουμε τη γλωσσική πράξη, δηλαδή την πράξη που πραγματοποιούμε όταν λέμε ή γράφουμε κάτι, πάντα μέσα σ' ένα επικοινωνιακό πλαίσιο και για να εξυπηρετήσουμε κάποιον επικοινωνιακό σκοπό (π.χ η αποστήθιση δεν αποτελεί γλωσσική πράξη). Ο Jakobson αναφερόταν πολύ συχνά στον Stanislavsky, ο οποίος ζητούσε από τους ηθοποιούς του να πουν τη φράση "σήμερα το απόγευμα" με σαράντα διαφορετικούς τρόπους, ώστε οι ακροατές να καταλαβαίνουν κάθε φορά και μια διαφορετική ψυχική κατάσταση.[1]

4. Σημεία στίξης
Στο πλαίσιο της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας ενδιαφέρει η επικοινωνιακή λειτουργία των σημείων στίξης, που επιτυγχάνεται κυρίως με τα σημεία που δηλώνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις που υπόκεινται του κειμένου, καθώς και με εκείνα με τα οποία δηλώνεται η στάση του συγγραφέα απέναντι στο περιεχόμενο των δικών του λόγων και των λόγων των άλλων προσώπων. Πρόκειται για τα λεγόμενα σχολιαστικά (όχι συντακτικά) σημεία που συνιστούν ένα είδος αναγνωστικών οδηγιών προς το δέκτη, δεσμευτικών μέχρι ενός ορισμένου σημείου για τον αναγνώστη. Η λειτουργία αυτή της στίξης συμπληρώνει τον άλλο βασικό της προορισμό, τη σήμανση διάφορων σημασιοσυντακτικών σχέσεων της δομής του κειμένου.
 Γ. Μπαμπινιώτης, «Περισσότερα σημεία στίξεως», εφημ. ΤΟ  ΒΗΜΑ, 18-1-199


[1]  Σοφία Τατίδου, 27/4/ 2016 http://philologikitheorisi.blogspot.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Πληροφοριακός Λόγος

Το κειμενικό είδος της επιστολής

Διαγνωστικό τεστ στη Γλώσσα Α΄ Λυκείου