Νέο κριτήριο Λογοτεχνία Β΄
ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
[...] Επάνω εις μίαν ταράτσαν ίσταντο το πρωί της άλλης ημέρας τρεις νεαραί
γυναίκες, τέσσερα ή πέντε κοράσια, ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα ετών και μία
γεροντοτέρα. Η ταράτσα έβλεπεν εις τινά γειτονικήν αυλήν, αντίκρυζε δε
πλαγιώτερον ολίγον προς την δυτικήν θύραν, την νοτιοδυτικήν γωνίαν και το
μικρόν κωδωνοστάσιον του ενοριακού ναού της συνοικίας.
-Να, τον φέρνουνε!
-Είναι κόσμος
κάμποσος!
-Να το καπάκι· να τα
φανάρια· να κι ο Σταυρός!
-Να κι οι παπάδες!
-Πού είναι η κάσα;
-Ω, λουλούδια και
κακό· νά τος, νά τος!
-Πού 'ναι τος, μαμά;
πού 'ναι τος;
Και η μικρά κορασίς
ανερριχάτο προσκολλώμενη εις τον θριγκόν, κύπτουσα απλήστως, με κίνδυνον να
πέσει.
-Δε φαίνεται καλά·
είναι κόσμος μπροστά... ωχ! δεν μπορούν να σταθούν παράμερα!
-Σταθήτε, καλέ, στην
άκρη!...
-Να, τον πάνε μες
στην εκκλησιά!...
-Καλά-καλά δεν τον
είδαμε.
-Εγώ δεν είδα,
μαμά!...
-Θα τον ιδούμε τώρα
που θα τον βγάλουν έξω! θα πάρουν τον κάτω δρόμο.
-Στο κάτω
νεκροταφείο δεν θα τον παν;
-Μπορούν να τον παν
και στο απάνω· μα αλλάζουν πάντα το δρόμο...
-Κόσμος που μπαίνει
μες στην εκκλησιά!
-Να ο αδελφός του,
με δύο φίλους που τον κρατούν μπράτσο.
-Πού 'ναι, μαμά, πού
'ναι;
-Να, τώρα πάει
μέσα...
-Πάνε μέσα όλοι· και
δεν είδαμε τη μάννα του.
-Πού να ιδείς, τόσος
κόσμος!
-Αχ! η δόλια του η
μαννούλα!... πώς δε λυπήθηκε τα νιάτα του!...
- -Ο πατέρας λείπει, λένε, δεν
είν' εδώ.
-Η έρμ' η μάννα τα
τραβά όλα!
Ηκούσθη κλάψιμον
παιδίου ανερχόμενον από τον θάλαμον δια της θύρας προς την ταράτσαν.
-Ο γυιος σου κλαίει,
Σταματούλα!
-Τι να το κάμω;
ζαλίζεται να το σκύβω στην ταράτσα· δεν θα ιδώ τίποτα· ας κλάψει!
Εφάνη κίνησίς τις
ανθρώπων περί τας δύο θύρας του ναού, την δυτικήν και την πλαγίαν· άνθρωποι
εισήρχοντο δρομαίως ή εξήρχοντο.
-Τι είναι, καλέ; τ'
είναι;
-Κάτι τρέχει· τι να
είναι;
-Μην ήρθε ο πατέρας
του σκοτωμένου και τρέχουν έτσι;
-Μα του
ντελεγραφήσανε τάχα; Και πρόφταινε να 'ρθει;
-Μην ελιγοθύμησε η
μάνα του;
-Γιατί τρέχει έτσι ο
κόσμος;
-Μην έπεσε κανένα
παιδί απ' το γυναικωνίτη; σαν φωνές ακούω, κλάηματα.
-Απ' το γυναικωνίτη;
-Η κουμπάρα η
Θοδώρα, που πήγε τώρα στην εκκλησιά· δε βαστούσε· ήθελε να ιδεί· έγκυος με το
παιδί στην αγκαλιά.
-Μην της έπεσε το
παιδί απ' τα χέρια, καθώς θα έσκυβε απ' το γυναικίτη;
-Τι λες, καλέ; Πώς
σου φάνηκε αυτό;
-Δεν ξέρω κι εγώ τι
να πω. Άλλες κάμποσες πηγαίνουν και καβαλικεύουν στα στασίδια, απ' οπίσω απ'
τον ψάλτη για να ιδούνε... Μα η κουμπάρα θ' ανέβηκε στο γυναικωνίτη.
-Ακόμα τρέχουν!... Η
μάννα του νεκρού θα λιγοθύμησε... Αυτό θα είναι!
-Ακούστε να σας
πω!... μην ήρθε 'κείνη η αραπίτσα η Νανία, που αγαπούσε ο σκοτωμένος;... Είπαν
πως γι' αυτήν σκοτώθηκε.
-Και μην έπεσε απάνω
στο νεκρό, αβάσταχτα, τραβώντας τα μαλλιά της!...
-Ποιός να ξέρει!...
Να' ξερα, θα πήγαινα στην εκκλησιά!...
-Από πού να μάθει
κανείς!...
-Νά, ο
μπαρμπα-Λιμπέρης!... Ε, μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη!
Η μικρά κορασίς είδε
μεταξύ του πλήθους έξω του ναού ένα συγγενή της μητρός της ιστάμενον και ήρχισε
να φωνάζει ακράτητα:
-Mπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! E, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Αλλ' εκεί όπου
ίστατο ο καλούμενος φυσικά υπήρχον πλειότεροι θόρυβοι και η φωνή της παιδίσκης
δεν θα έφθανε ν' ακουσθεί.
-Μπαρμπα-Λιμπέρη!
Λιμπέρη! ε Λιμπέρη! δεν ακούς!... Θείε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ε μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τον έκραζε δια να
έλθει, να τας ειπεί τι είχε συμβή εντός του ναού και πόθεν η κίνησις εκείνη,
την οποίαν τους εφάνη ότι παρετήρησαν. Αλλά πιθανόν να μη είχε συμβεί τίποτε
και βέβαιον ότι ο μπαρμπα-Λιμπέρης δεν θα ήξευρε τίποτε να τας είπη και αν
ακόμη ήκουε τας φωνάς της μικράς ανεψιάς του.
-Μα γιατί δεν
ακούει, καλέ; κουφός είναι;
-Να, τώρα τον
ανησπάζονται, είπεν η γραία· ησυχάσατε· τώρα θα βγουν· άρχισαν κι ανησπάζονται.
-Πώς το ξέρεις;
-Βγαίνουν ένας-ένας
απ' την εκκλησιά· ανησπάζονται και βγαίνουν... Τώρα θα τον βγάλουν.
-Θα τον βγάλουν,
γιαγιά, γλήγορα;
-Τώρα, σε λιγάκι.
Ηκούσθησαν και πάλιν
οι κλαυθμοί του παιδίου, υποκάτωθεν ακριβώς της ταράτσας.
-Σταματούλα, δεν
ακούς; το παιδί έσκασε να κλαίει!
-Ας κλάψει·
ζαλίζεται να τον σκύβω στην ταράτσα και δε θα ιδώ τίποτε.
-Να, τώρα θα βγουν
έξω.
-Μα γιατί άργησαν;
-Αργούν πολύ.
-Αχ! πότε θα βγουν;
-Θα τον ιδούμε,
μαμά; θα τον ιδώ κι' εγώ;
-Τώρα θα βγουν.
-Μα πώς αργούν
ακόμα;
-Να τώρα πήραν στα
χέρια το Σταυρό, τα φανάρια.
-Να, βγαίνουν.
-Να οι παπάδες!
-Να, τώρα θα βγει το
λείψανο!
-Πού' ναι το, μαμά;
που' ναι το;
-Να!
-Ωχ! μαύρος, μαύρος,
που έγινε! απ' τη μαχαιριά τάχα; χύθηκε το αίμα· πώς μαύρισε!
-Εγώ δεν βλέπω,
μαμά!... μαμά!
-Να, εκεί· βαστάξου
καλά, μη σκύβεις.
-Αχ! καημένα νιάτα!
κρίμας! κρίμας!
-Η άχαρη η μαννούλα
του!
-Να την! κείνη η
ντελικάτη, η μαυροφόρα· μπαίνει μες στο αμάξι μαζί με άλλες δύο...
-Πού είναι την,
μαμά;...
-Τώρα μπήκε μες στην
καρότσα· πάνε!
-Αχ! μαύρη μαννούλα!
-Κρίμα στα νιάτα
του!
-Κρίμα στα νιάτα
του!
-Θεός σχωρέσ' τονε!
-Θεός σχωρέσ'τον!
***
Και το βάσανον του
ατυχούς νεκρού έμελλεν οσονούπω να τελειώσει. Απήλθε με την ελπίδα να εύρει εις
άλλον κόσμον ολιγωτέραν περιέργειαν.
(1900)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΘΕΜΑ
1 (μονάδες 30)
1. Ποιος είναι ο χώρος στον οποίο διαδραματίζεται ο
διάλογος των γυναικών; Για ποιο λόγο ο συγγραφέας δεν τις ονοματίζει στον
διάλογό τους;
(μονάδες 15)
2. Ποια η στάση της Σταματούλας απέναντι στο παιδί
της που κλαίει; Πώς η ίδια τη δικαιολογεί στο παραπάνω απόσπασμα;
(μονάδες 15)
ΘΕΜΑ
2 (μονάδες 30)
1. Ποια η αφηγηματική τεχνική που κυριαρχεί στο
παραπάνω απόσπασμα και γιατί κατά τη γνώμη σας την επιλέγει ο συγγραφέας;
(μονάδες 10)
2. Ποια είναι η οπτική γωνία της αφήγησης; Να
δικαιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές μέσα από το κείμενο.
(μονάδες 10)
3. Με ποιο εκφραστικό μέσο ο συγγραφέας πετυχαίνει
να αποδώσει τη φιλοπεριέργεια και κουτσομπολίστικη διάθεση των γυναικών;
(μονάδες 10)
ΘΕΜΑ
3 (μονάδες 40)
Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 150 λέξεων την
τελευταία φράση -σχόλιο του Παπαδιαμάντη εξετάζοντας πώς στο παρελθόν οι άνθρωποι
ικανοποιούσαν τη φιλοπεριέργειά τους και με ποια μέσα την ικανοποιούν σήμερα.
(μονάδες 40)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου