Ο Λογοτεχνικός Λόγος
Η
διδασκαλία εστιάζει πλέον στη ζωντανή χρήση της γλώσσας και βασικός σκοπός της
καθίσταται η απόκτηση και η ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας
(Larsen-Freeman 1986, 123, Cook 1992, 138-145, Σπανός 2001, 189-190). Η
λογοτεχνία, η οποία πλέον γίνεται αντιληπτή ως τύπος συνοµιλίας, αποτελεί µια
εξαιρετικά πλούσια διδακτική πηγή, καθώς παρέχει λεξιλογικό πλούτο, εκφραστική
ποικιλία, διαφορετικά είδη και επίπεδα λόγου – δηλαδή στοιχεία που µπορούν να
αποτελέσουν έναν ιδιαίτερα δυναµικό γλωσσικό οπλισµό για τον μαθητή, εφόσον τα
εκµεταλλευτεί επικοινωνιακά (Aγάθος, Γιαννακού, Δηµοπούλου, Ρουµπής, Τσοτσορού,
2011, 833). Επιπλέον, τα λογοτεχνικά κείµενα οδηγούν τον διδασκόµενο στη
συναισθηµατική, αναλυτική και κριτική άποψη, στη διατύπωση θέσεων και
επιχειρηµάτων κατά συνέπεια στον διάλογο, εποµένως στην επικοινωνία (Maley
2001, 182, Lazar 1993, 3).
Από την άλλη πλευρά τα γλωσσικά
στοιχεία δεν αποτελούν µόνο γραµµατικές δοµές αλλά µέρη ενός ευρύτερου
συστήµατος – διαδικασίας που στόχο έχουν τη µεταφορά πληροφοριών. Αξιοποιώντας
τις µελέτες για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία αλλά και το συσχετισµό τους, οι
µελετητές προέκριναν και την ένταξη της λογοτεχνίας στην εκπαιδευτική
διαδικασία, µε το σκεπτικό ότι µπορεί αυτή να αποτελέσει παράδειγµα
δηµιουργικής χρήσης της γλώσσας. Η διδακτική αξιοποίηση της λογοτεχνίας
εντάσσεται στην ευρύτερη διαδικασία γραµµατισµού, που γίνεται αντιληπτή, στην
περίπτωση αυτή, ως αλυσίδα διαδοχικών µεταβάσεων από τον προφορικό στον γραπτό
λόγο, από τον καθηµερινό στον επίσηµο, από τον µη πρότυπο στον πρότυπο, από τον
αυθόρµητο στον επιµεληµένο (Baynham 1990, 16 -17). Το λογοτεχνικό κείµενο
κρίνεται απαραίτητο εργαλείο στην εκµάθηση της γλώσσας, στην περίπτωση µας της
απαιτητικής ελληνικής, αφού παρέχει στον σπουδαστή πληροφορίες για τις
γραµµατικοσυντακτικές δοµές, αποτελεί δείγµα αυθεντικού λόγου και λειτουργεί ως
πηγή πληροφοριών για τις ιστορικές συνθήκες, τις κοινωνικές δοµές και τα
ιδιαίτερα πολιτισµικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος.
Στον λογοτεχνικό λόγο μπορούμε να
εντοπίσουμε πολλά από τα ρητορικά σχήματα λόγου και τα σχήματα λάξεων και
διάνοιας που έχουμε αναφέρει στα κείμενα πειθούς. Με αυτό τον τρόπο ο/η
μαθητής/τρια μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τη χρήση τους, να εξοικειωθεί με τον
εντοπισμό τους και να είναι σε θέση να τα εφαρμόζει και ο ίδιος στον λόγο του,
ανάλογα με την πρόθεσή του και την καταστασιακή περίσταση στην οποία
οργανώνεται η επικοινωνία. Ειδικότερα, τα σημαντικότερα από τα σχήματα λόγου
και εκφραστικά μέσα στη Λογοτεχνία είναι τα ακόλουθα:
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ:
Μια μεταφορική έκφραση κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που
φανερώνουν οι λέξεις της.
ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ:
Αναδίπλωση υπάρχει όταν η τελευταία λέξη ή φράση μιας πρότασης επαναλαμβάνεται
στην αρχή της επόμενης.
ΑΝΤΙΘΕΣΗ:
Εκφράζει αντίθεση μεταξύ λέξεων, νοημάτων.
ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗ :
Αποσιώπηση υπάρχει όταν ο λόγος σταματά επειδή ο ομιλητής δεν θέλει να
συνεχίσει (είτε από άγνοια είτε από συγκίνηση είτε για έμφαση) και τη θέση του
παίρνουν αποσιωπητικά (….).
ΑΡΣΗ
–ΘΕΣΗ: Πρώτα λέγεται τι δεν είναι κάτι (ή τι δε συμβαίνει)
και αμέσως μετά τι είναι (ή τι συμβαίνει) – πρώτα αίρεται κάτι και στη συνέχεια
τίθεται.
ΑΣΤΟΧΑ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:Υποβάλλεται μία ερώτηση, κατόπιν γίνεται προσπάθεια
να δοθεί απάντηση και αφού απορρίπτεται αυτή η απάντηση, ακολουθεί η δήλωση για
το γεγονός.
ΑΣΥΝΔΕΤΟ:
Παραθέτουμε όρους ή προτάσεις χωρίς συνδέσμους. Αυτό το σχήμα δίνει στο λόγο
ζωηρότητα, κίνηση, παλμό.
ΕΙΚΟΝΕΣ:
Κάθε περιγραφή, σύντομη ή εκτενής, απεικονίζει μια πραγματικότητα ή ένα πρόσωπο
ή ένα αντικείμενο. Μπορεί να είναι στατική, δυναμική, εξελισσόμενη, μεικτή /
οπτική, ακουστική, οσφρητική κλπ.
ΕΙΡΩΝΕΙΑ:
Είναι
το λεκτικό σχήμα που χρησιμοποιείται για να αποδοθεί ένα νόημα διαφορετικό ή
αντίθετο από αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα. Συνήθως με την ειρωνεία
δηλώνεται υποτίμηση ή αποδοκιμασία.
ΕΜΦΑΣΗ:
Σε αυτό το σχήμα του λόγου ένα στοιχείο τονίζεται πολύ, ώστε ο αναγνώστης να το
προσέξει με κάθε τρόπο.
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ:
Είναι το σχήμα λόγου στο οποίο μία έννοια εμφανίζεται δύο (ή περισσότερες) φορές
είτε αυτούσια είτε λίγο διαφοροποιημένη. Δίνεται για λόγους έμφασης.
ΕΥΦΗΜΙΣΜΟΣ:
Ο ευφημισμός είναι ο έπαινος, το εγκώμιο αλλά και η ονομασία κάποιου δυσάρεστου
όρου ή γεγονότος με επαινετική λέξη. Δηλαδή στον ευφημισμό συνήθως
χρησιμοποιούμε μια λέξη ή μια έκφραση στη θέση μιας άλλης, επειδή θεωρείται
λιγότερο αρνητική, δυσοίωνη, επιθετική ή χυδαία από αυτήν που αντικαθιστά.
ΗΧΟΠΟΙΗΤΕΣ
ΛΕΞΕΙΣ: Λέξεις που δημιουργούνται με τη μίμηση φυσικών ήχων.
ΚΛΙΜΑΚΩΤΟ:
Οι έννοιες παρουσιάζονται σε ακολουθία είτε αύξησης είτε μείωσης.
ΚΥΚΛΟΣ:
Μία πρόταση ή περίοδος ή ένα ποίημα ή ένα κείμενο τελειώνει με την ίδια
λέξη με την οποία άρχισε.
ΜΕΤΑΦΟΡΑ:
Μεταφορά έχουμε όταν μία ιδιότητα ενός προσώπου, ζώου ή πράγματος, αφηρημένης
έννοιας αποδίδεται σε κάποιο άλλο (πρόσωπο, ζώο, πράγμα αφηρημένη έννοια). Οι
μεταφορές δίνουν ζωντάνια.
ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ:
Υπάρχει όταν χρησιμοποιείται:
(α) το όνομα του δημιουργού αντί για το δημιούργημά
του.
(β) το όνομα του εφευρέτη αντί για την
εφεύρεση.
(γ) αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό
του και αντίστροφα.
(δ) το αφηρημένο αντί για το συγκεκριμένο και
αντίστροφα.
ΝΟΜΟΣ
ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ: Ο λογοτέχνης κρατάει για το τέλος το πιο
σημαντικό, ακολουθώντας τον αυξητικό νόμο του τρίτου και καλύτερου. Συναντάται
συχνά στα δημοτικά τραγούδια.
ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ:
Παρομοίωση έχουμε όταν παρουσιάζουμε ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα όμοιο με κάποιο
άλλο ως προς μια ιδιότητα. Η παρομοίωση εκφέρεται με τις σαν, καθώς, όπως, σαν
να, θαρρείς, λες κ.ά. Το κείμενο δονείται από ένταση.
ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ:
Είναι η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων σε άψυχα αντικείμενα ή αφηρημένες έννοιες
(π.χ. ζώα, φυτά, πράγματα). Το κείμενο δονείται από ένταση.
ΠΟΛΥΣΥΝΔΕΤΟ:
Συνδέουμε όμοιους όρους ή προτάσεις με συνδέσμους συμπλεκτικούς ή διαζευκτικούς.
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι η ερώτηση που διατυπώνεται απλώς ως
σχήμα λόγου και όχι για να απαντηθεί, καθώς η απάντησή της είτε είναι αυτονόητη
είτε εντελώς περιττή. Η ρητορική ερώτηση έχει σκοπό να προβληματίσει τον
αναγνώστη και να τον οδηγήσει στο υπονοούμενο συμπέρασμα του πομπού.
ΥΠΕΡΒΟΛΗ:
Πρόκειται για λέξεις ή φράσεις με τις οποίες μεγεθύνεται ένα χαρακτηριστικό,
μία ιδιότητα, μία ενέργεια, μία κατάσταση σε επίπεδα εξωπραγματικά. Δίνεται για
έμφαση.
Παράδειγμα 1
|
[...]
Αυτή η παράξενη μελαγχολική μαγεία κράτησε ως την Κυριακή το βράδυ. Τη Δευτέρα
όλα άλλαζαν. Η Τερέζα εισέβαλε στη σκέψη του: κατάλαβε αυτό που θα αισθάνθηκε
εκείνη γράφοντας του το αποχαιρετιστήριο γράμμα της, ένιωθε πώς έτρεμαν τα
χέρια της· την έβλεπε να σέρνει με το ένα της χέρι τη βαριά της βαλίτσα και με
το άλλο το λουρί του Καρένιν, τη φανταζόταν να γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά
του διαμερίσματος της Πράγας και μέσα στα μύχια της καρδιάς του αισθανόταν το
ράπιομα της απελπισίας στο πρόσωπο της καθώς θ' άνοιγε την πόρτα.
Στις
δύο αυτές ωραίες μέρες της μελαγχολίας, η συμπόνια του (αυτή η κατάρα της
συναισθηματικής τηλεπάθειας) σώπαινε. Η συμπόνια κοιμόταν όπως κοιμάται ο
ανθρακωρύχος την Κυριακή μετά από μια εβδομάδα σκληρής δουλειάς, για να
μπορέσει να γυρίσει τη Δευτέρα να ξαναδούλεψει στα βάθη της γης.
Ο Τόμας εξέταζε έναν άρρωστο κι έβλεπε την
Τερέζα στη θέση του. Καλούσε τον εαυτό του στην τάξη: Μην το σκέφτεσαι! Μην το
σκέφτεσαι! Είπε μέσα του: Είμαι άρρωστος από συμπόνια κι είναι γι' αυτό το λόγο
που ένα ωραίο πράγμα έφυγε και δεν θα το ξαναδώ ποτέ. Δεν πρέπει να
απελευθερωθώ από εκείνη αλλά από τη συμπόνια μου, απ' αυτή την αρρώστια που
άλλοτε δεν ήξερα και που εκείνη μου την κόλλησε!
Το
Σάββατο και την Κυριακή είχε αισθανθεί τη γλυκιά ελαφρότητα του είναι να
'ρχεται προς αυτόν από τα βάθη του μέλλοντος. Τη Δευτέρα ένιωσε φορτωμένος μ'
ένα Βάρος που ποτέ ως τώρα δεν είχε γνωρίσει. Όλοι οι τόνοι σίδερο των ρώσικων
τανκς δεν ήσαν τίποτα μπροστά σ' αυτό το βάρος. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρύ απ'
τη συμπόνια. Ούτε ο ίδιος μας ο πόνος δεν είναι τόσο βαρύς όσο ο πόνος που
μοιραζόμαστε μ' έναν άλλο, για έναν άλλο, στη θέση ενός άλλου,
πολλαπλασιασμένος απ' τη φαντασία, σε εκατοντάδες αντίλαλους.
Κάκιζε
τον εαυτό του, του έδινε τη διαταγή να μην υποκύπτει στη συμπόνια και η
συμπόνια τον άκουγε σκύβοντας σαν ένοχος το κεφάλι. Η συμπόνια ήξερε ότι έκανε
κατάχρηση δικαιώματος, αλλά επέμενε διακριτικά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα
ότι πέντε μέρες μετά την αναχώρηση της Τερέζας ο Τόμας ανήγγειλε στον διευθυντή
της κλινικής (αυτόν τον ίδιο που του τηλεφωνούσε κάθε μέρα στην Πράγα μετά τη
ρωσική εισβολή) πως έπρεπε να γυρίσει αμέσως πίσω. Ντρεπόταν. Ήξερε ότι ο
διευθυντής θα έβρισκε τη συμπεριφορά του ανεύθυνη κι ασυγχώρητη. Είχε χίλιες
φορές την επιθυμία να του τα εμπιστευθεί όλα και 35 να του μιλήσει για την
Τερέζα και για το γράμμα που του είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι. Αλλά δεν έκανε
τίποτα. Ο γιατρός δεν θα μπορούσε να δει στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούσε η
Τερέζα τίποτ' άλλο παρά μια αντιπαθητική, υστερική συμπεριφορά. Και ο Τόμας δεν
μπορούσε να επιτρέψει σε κανένα να σκεφθεί άσχημα για την Τερέζα.
Ο διευθυντής θύμωσε πραγματικά.
Ο Τόμας ύψωσε τους ώμους και είπε: «Es muss sein. Es
muss sein».
Ήταν ένας
υπαινιγμός. Την τελευταία κίνηση του τελευταίου του κουαρτέτου ο Μπετόβεν την
είχε συνθέσει πάνω σε δύο μοτίβα.
Για
να είναι το νόημα αυτών των λέξεων απόλυτα σαφές, ο Μπετόβεν είχε γράψει πάνω
απ' την τελευταία κίνηση τις λέξεις: «Der schwer gefasste Entschluss» - η βαριά
ζυγισμένη απόφαση.
Η αναφορά στον Μπετόβεν ήταν
πραγματικά για τον Τόμας ένας τρόπος να επανέλθει στην Τερέζα, γιατί ήταν
εκείνη που τον είχε πιέσει να αγοράσει τους δίσκους με τα κουαρτέτα και τις
σονάτες του Μπετόβεν.
Αυτή η αναφορά ήταν πιο πρόσφορη απ' όσο φανταζόταν,
γιατί ο διευθυντής ήταν μουσοτραφής. Μ' ένα γαλήνιο χαμόγελο, είπε γλυκά,
σιγοτραγουδώντας τη μελωδία του Μπετόβεν: «Muss es sein?». Πρέπει;
Ο Τόμας είπε ακόμα μια φορά: «Ναι, πρέπει! Ja, es
muss sein!». [...]
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μ. Κούντερα "Η
αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι"
Παράδειγμα
2
|
Να η νέα Παιδαγωγική!
Στην Τετάρτη
Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του
Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του» λέγαμε ο ένας στον
άλλον σιγά, να μη μας ακούσει, «δε θωράς μωρέ, πως τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει,
λέει μαζί τον τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα
γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική, μα όταν
τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν
ολομόναχος, η Παιδαγωγική έλειπε, θα
'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό
βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκίδες. Και τα
μάτια μας τέσσερα, αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα- και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο,
όταν δούμε παπά να του φιλούμε το
χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες,
γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!» είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!». Κι αλήθεια είδαμε, όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν
δεν ήταν στα κέφια τον, μας
ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα παντελονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε
βουρδουλιές στ' αφτιά, ωσότου έβγαινε
αίμα.
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
-
Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα
Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται στο
σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το
βούρδουλα.
- 'Ελα εδώ, αυθάδη,
φώναξε ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
-
Να, να, να, άρχισε να βαράει και να
μουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
-
Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά
σκασμός!
Ήταν όμως και
πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής.
Μια μέρα μας λέει: «Αύριο θα σας μιλήσω για
το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό, όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».
Είχε και μιαν
κόρη της παντριγιάς, την έλεγαν Τερψιχόρη•
κοντή, μα πολύ νόστιμη, πολλοί τη ζητούσαν,
μα δεν ήθελε να την παντρέψει.
«Τέτοιες ατιμίες» έλεγε «δε θέλω εγώ
στο σπίτι μου».
Κ
ι όταν το Γενάρη οι γάτες έβγαιναν στα κεραμίδια και νιαούριζαν, έπαιρνε μια σκάλα, ανέβαινε στη στέγη και τις κυνηγούσε. «Ανάθεμα τη φύση» μουρμούριζε «ανάθεμά τη· δεν έχει ηθική!».
Τη
μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας
γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας εξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι
θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δε
φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι
εμείς
τον πόνο του Χριστού.
Άρχισε λοιπόν
ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά
επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πώς ο θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά -
καλά δεν καταλάβαμε μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα
μαθητές
κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.
-
Κ ι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον;
Σηκώθηκε από την έδρα
ο δάσκαλος κι άρχισε
να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας
κοιτούσε, ένα ένα.
-
Κ ι ήταν ο Ιούδας σαν τον... σαν τον..
Είχε απλώσει
το δείχτη
του χεριού του και τον μετακινούσε
από τον ένα μας στον άλλο,
ζητώντας να βρει με ποιον έμοιαζε ο
Ιούδας. Κ ι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλο του στάθηκε σ' ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά.
Ήταν το Νικολιό πού 'χε φωνάξει πέρυσι
στην Τρίτη Τάξη
«Σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί».
- Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. 'Ετσι χλωμός, έτσι ντυμένος, κι
αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!
Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό,
ξέσπασε σε θρήνο, κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο, τον
αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε
έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό.
Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε, κι εμείς βάλαμε στη μέση
το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο
αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον
δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγήσαμε
με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα!
Ιούδα!» ωσότου έφτασε σπίτι του και
τον τρύπωξε μέσα.
Το Νικολιό δεν
ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. 'Υστερα από τριάντα
χρόνια πού είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο
πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα
και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός,
αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια• έφερνε σ' ένα
χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια
πού 'χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για την Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
- Δε με γνωρίζεις;
έκαμε, δε με θυμάσαι;
Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
- Το Νικολιό! φώναξα
και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.
- Ο Ιούδας... έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.
Νίκος
Καζαντζάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου