Η διερεύνηση της επικοινωνιακής δεξιότητας των μαθητών/τριών στον γραπτό λόγο
Η δυνατότητα διερεύνησης της
επικοινωνιακής δεξιότητας των
μαθητών στο γραπτό λόγο:
Παρά το γεγονός ότι η θεωρία του Saussure, και ιδιαιτέρως η συμβολή της έννοιας
της συγχρονίας προκάλεσε βαθιά τομή συνολικά στο χώρο των κοινωνικών επιστημών,
αναιρώντας την πρωτοκαθεδρία της γραπτής γλώσσας, η τομή αυτή δεν επηρέασε
ουσιαστικά τον τρόπο σκέψης μας. Στον δυτικό πολιτισμό, o γραπτός λόγος
εξακολουθεί να έχει μια ιδιαίτερη ισχύ, παρόλο που κατά την καθημερινή μας
επικοινωνία γράφουμε πολύ πιο σπάνια απ' ό,τι μιλούμε και απ' ό,τι ακούμε ή
διαβάζουμε, προσπαθώντας να κατανοήσουμε το λόγο των άλλων.[1] Το
ίδιο ισχύει και στην ελληνική εκπαίδευση, αν και το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών
για το γλωσσικό μάθημα αναφέρεται στην ανάγκη συστηματικής καλλιέργειας τόσο
του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου. Ωστόσο, το βάρος δίνεται στην
παραγωγή γραπτού λόγου, όπως φαίνεται στις προαγωγικές και γενικές εξετάσεις.
Για αυτό κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση του γραπτού λόγου που παράγουν οι
μαθητές/τριες, κυρίως αυτοί της τρίτης τάξης του Λυκείου, αφού, ολοκληρώνοντας
τις βασικές σπουδές τους, πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν και να παράγουν
εκείνο το λόγο, που θα τους επιτρέπει να επικοινωνούν άριστα.
Η διερεύνηση αυτή μπορεί να γίνει με την ανάλυση των γραπτών των
μαθητών/τριών της τρίτης τάξης του Λυκείου στις γενικές εξετάσεις, στις οποίες
το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας είναι μάθημα γενικής παιδείας και ως εκ
τούτου διαγωνίζονται σε αυτό όλοι/ες οι μαθητές/τριες, που αποφοιτούν από το
Λύκειο. Επομένως, από τα γραπτά, που παρήγαγαν στις γενικές εξετάσεις, αν
υπάρξει αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα
αναφορικά με το επίπεδο γλωσσικής ικανότητας και επικοινωνιακής δεξιότητας, που
αυτοί/ές έχουν. Κατ’ επέκταση, είναι δυνατό να διερευνηθεί παράλληλα ο βαθμός
στον οποίο υλοποιούνται οι σκοποί και στόχοι του Αναλυτικού Προγράμματος για το
γλωσσικό μάθημα που βασίζεται στις αρχές της κειμενογλωσσολογίας και της
επικοινωνιακής προσέγγισης του λόγου.
1.5.6. Κριτικός Γραμματισμός – Η
Παιδαγωγική του Κριτικού Γραμματισμού:
Η συστημική λειτουργική προσέγγιση έχει συνεισφέρει σημαντικά στην
εκπαίδευση με στόχο την κριτική γνώση για τη γλώσσα (critical knowledge about
language), ή την κριτική γλωσσική συνειδητότητα (critical language awareness).
Η γνώση, δηλαδή, της συστημικής λειτουργικής γραμματικής, εκτός από την
ενσυνείδητη κατανόηση των δομικών και λειτουργικών στοιχείων της γλώσσας, μπορεί
να βοηθήσει τον/την μαθητή/-τρια να κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους
χρησιμοποιούνται με συστηματικό τρόπο γλωσσικά σχήματα για την κατασκευή του
κοινωνικού κόσμου. Η θεωρητική θέση ότι η γραμματική διαμορφώνει την
πραγματικότητα και μετατρέπει τις αντιλήψεις σε νοήματα και ότι οι κατηγορίες
και οι έννοιες της υλικής μας ύπαρξης κατασκευάζονται με τη γλώσσα
χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια, κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες, στα πλαίσια
αυτού που ονομάζεται κριτικός γραμματισμός [critical literacy].
Στόχος του κριτικού γραμματισμού
δεν είναι μόνο η ανάπτυξη της ικανότητας που επιτρέπει στους/στις
μαθητές/-τριες να χειρίζονται διάφορα είδη και τύπους λόγου, αλλά η απόκτηση
βαθιάς και ουσιαστικής γνώσης για τη γλώσσα, η συνειδητοποίηση της δυναμικής των
νοημάτων των διαφόρων τύπων λόγου, τα οποία κατασκευάζονται μέσω της γλώσσας,
και η κατανόηση των μεθόδων με τις οποίες κατασκευάζεται η γνώση, και
ειδικότερα η σχολική γνώση. Ο κριτικός γραμματισμός αφορά στην ανάπτυξη της
κριτικής σκέψης των μαθητών/τριών απέναντι στις γλωσσικές χρήσεις, τους τρόπους
με τους οποίους κάθε γλωσσική χρήση εγγράφει και αντανακλά κοινωνικές
πρακτικές, αλλά και πώς μέσω της διαφοροποίησης της γλωσσικής χρήσης αυτές οι
κοινωνικές πρακτικές μπορούν εξίσου να διαφοροποιηθούν.[2]
Κατά συνέπεια ο κριτικός γραμματισμός παρέχει τη δυνατότητα στους/στις
μαθητές/-τριες να αποκτήσουν πρόσβαση στα κοινωνικά ισχυρά νοήματα, καθώς και
στις πρακτικές με τις οποίες μπορούν αυτά να κατασκευαστούν, και να
συνειδητοποιήσουν ότι τα νοήματα «με ισχύ» δεν είναι «φυσικά», αλλά
κατασκευασμένα, και μπορούν επομένως να γίνουν αντικείμενο αμφισβήτησης και
ανακατασκευής. Προκειμένου να μελετηθούν και να αξιολογηθούν τα νοήματα που
κατασκευάζονται από τα γλωσσικά στοιχεία ενός κειμένου, επισημαίνει η Hasan[3],
είναι ιδιαίτερα σημαντική και απαραίτητη η γνώση της συστημικής λειτουργικής
γραμματικής, καθώς επιτρέπει στους χρήστες μιας γλώσσας να καταλαβαίνουν πώς τα
λεξικογραμματικά στοιχεία κατασκευάζουν αυτά τα νοήματα. Έτσι, τους παρέχει την
ενσυνείδητη δυνατότητα να τα αναπαράγουν ή να τα ανακατασκευάζουν και με τον
τρόπο αυτό να συμμετέχουν σε διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής.
Θεμελιακή, λοιπόν, αρχή της
παιδαγωγικής του κριτικού γραμματισμού είναι ότι τα κείμενα αποτελούν
κοινωνικές δράσεις που, μέσω των διαφοροποιημένων ανά περίσταση γλωσσικών
υλικών τους και των εν γένει δομικών στοιχείων τους, κατασκευάζουν, κατ’
επιλογή και συνειδητά, ποικίλες οπτικές του κόσμο πραγματικότητες: κοινωνικές
ταυτότητες, ρόλους, αξίες, σχέσεις. Η αρχή αυτή προϋποθέτει επαρκή επίγνωση της
«εξουσίας της γλώσσας» αλλά και της «γλώσσας της εξουσίας». Οι σχετικές με τον
κριτικό γραμματισμό πρακτικές δίνουν έμφαση στη συνεχώς εξελισσόμενη και
επαναπροσδιοριζόμενη φύση των κειμενικών ειδών, τα οποία μπορεί να επιτελέσουν
λειτουργίες τέτοιες που να επιφέρουν βελτιωτικές αλλαγές στην κοινωνία.
Πρόκειται για αναγνωστικές και συγγραφικές πρακτικές που εξυπηρετούν την
αποδόμηση και ανα-δόμηση κειμένων, στοχεύοντας στην αμφισβήτηση κάθε αλήθειας,
που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς κριτική διερεύνηση.
Η παιδαγωγική του κριτικού
γραμματισμού έρχεται να συμπληρώσει την επικοινωνιακή και κειμενοκεντρική
προσέγγιση του λόγου, προκειμένου αυτή να μη μετατραπεί σε μια φορμαλιστική
θεώρηση της κατανόησης των γραπτών κειμένων και σε μια μηχανική διαδικασία
παραγωγής γραπτού λόγου. Είναι ανάγκη να αντιμετωπίζουν οι μαθητές/τριες με
κριτικό τρόπο τα διάφορα κείμενα και να είναι σε θέση να κατανοούν, να αναλύουν
κριτικά, να αξιολογούν και να χρησιμοποιούν ανάλογα με την επικοινωνιακή κάθε
φορά περίσταση τη γλώσσα και τα νοήματά της. Στην περίπτωση της παιδαγωγικής
του κριτικού γραμματισμού η ανάγνωση των κειμένων ισοδυναμεί με κριτική
αποδόμηση της γλώσσας, των ρητών νοημάτων και των υπονοημάτων τους, καθώς και
των πραγματικοτήτων που αυτά αναπαριστούν. Από την άλλη, η παραγωγή γραπτού
λόγου αποσκοπεί στο να ανταποκρίνονται
στις απαιτήσεις διαφορετικώς οριζομένων πλαισίων επικοινωνίας.
[1] Χοντολίδου, Ε., (2000), ό,ά, σ.σ. 48.
Μ., (2002), ό.ά, σ.σ. 48.
Reading Comprehension. Delaware : International Reading Association,
σ.σ. 181-219.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου