Το ύφος του λόγου
ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
·
Με τον όρο εννοούμε τον ιδιαίτερο τρόπο
με τον οποίο γράφει ή μιλά κάποιος, ανάλογα με το αν έχουμε γραπτό ή προφορικό
λόγο. Λέγεται και τόνος (κυρίως στη λογοτεχνία)
·
Εισαγωγικά μπορεί να ειπωθεί ότι, σε
αντίθεση με την ποίηση, όπου το ύφος λόγου από καθαρά ποσοτική άποψη μπορεί
ευκολότερα να περιγραφεί, στον πεζό λόγο τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα,
αφού λόγω της έκτασης των κειμένων δεν υπάρχει απολύτως ενιαίο ύφος.
·
Συνήθως το ύφος του λόγου προσδιορίζεται
από το είδος του κειμένου ή του λόγου, που καλείται κάποιος να παραγάγει. Αυτό
σημαίνει ότι η περίσταση επικοινωνίας ή καταστασιακή περίσταση παίζει σημαντικό
ρόλο στην επιλογή του ανάλογου ύφους λόγου.
Παράδειγμα
·
Αν δε μου
δώσεις το βιβλίο, δε θα σου ξαναμιλήσω.
(1)
·
Μου δίνεις,
σε παρακαλώ, το βιβλίο; (2)
·
Είπες ότι θα
μου δώσεις το βιβλίο. (3)
·
Θα μου δώσεις
το βιβλίο; (4)
·
Δώσε μου
αμέσως το βιβλίο. (5)
Υποθέτουμε ότι οι πέντε παραπάνω φράσεις εκφωνούνται
από το ίδιο άτομο (π.χ. έναν/μια μαθητή/-τρια) και έχουν τον ίδιο αποδέκτη
(π.χ. έναν/μια συμμαθητή/-τριά του/της). Και οι πέντε φράσεις περιέχουν τον
ίδιο συνδυασμό αντικειμένου αναφοράς (βιβλίο) και ρήματος (δίνω).
Καθεμιά όμως από αυτές τις φράσεις διαφέρει και ως προς την πράξη εκφώνησης και
ως προς την προσλεκτική πράξη. Η (1) εκφράζει απειλή, η (2) παράκληση, η (3)
αποτελεί μια ανακοίνωση, η (4) είναι ερώτηση και η (5) εκφράζει προσταγή.
·
Το ύφος του λόγου μπορεί να
χαρακτηρισθεί με μια πληθώρα επιθέτων, ανάλογα με την περίσταση και τις
γλωσσικές επιλογές, που υιοθετεί κάθε φορά ο πομπός. Οι συνηθέστεροι
χαρακτηρισμοί που μπορούμε να δώσουμε είναι:
ü Επίσημο: λέξεις, συνήθως λόγιες, συχνές σε
λόγο που αφορά δημόσιες υπηρεσίες, στη διοικητική, εκκλησιαστική, στρατιωτική
κ.λπ. γλώσσα, καθώς και σε κάθε περίπτωση που χρειάζεται να δηλωθεί η
επισημότητα που απαιτεί κάποια συγκεκριμένη περίσταση ή εκδήλωση, όπως εθνικές
γιορτές, λόγοι πολιτικών κ.λπ.
ü Επιστημονικό: λέξεις που απαντούν σε
περισσότερες από μια επιστήμες.
ü Λαϊκό: λέξεις, συνήθως του προφορικού
λόγου, που ανήκουν στη μάγκικη διάλεκτο της πιάτσας, που θεωρούνται του
περιθωρίου, των νέων ομιλητών ή και για συνθηματικές λέξεις διάφορων κοινωνικών
ομάδων που είναι ευρύτερα γνωστές.
ü Λαϊκότροπο: λέξεις που είναι ευρέως
διαλεκτικές, που μπορεί να είναι γνωστές και στα μεγάλα αστικά κέντρα και που
πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται στη νεοελληνική λογοτεχνία. Κάποτε τα όρια
ανάμεσα στο λαϊκότροπο και στο λογοτεχνικό είναι ασαφή και υπάρχουν λήμματα που
χαρακτηρίζονται και με τα δύο αυτά επίπεδα.
ü Λόγιο: λέξεις που μπορούν να έχουν
αντίστοιχο τύπο ή αντίστοιχο τρόπο έκφρασης στην κοινή, ως προς τη χρήση τους
όμως ή και το σχηματισμό τους προέρχονται από την καθαρεύουσα ή την αρχαία
ελληνική γλώσσα ή δημιουργήθηκαν με αυτές ως πρότυπο.
ü Λογοτεχνικό: λέξεις πολύ συχνές στην ελληνική
λογοτεχνία, οι οποίες είτε χρησιμοποιούνται σε καθαρά λογοτεχνικά κείμενα είτε
τις χρησιμοποιεί κάποιος στον προφορικό ή στο γραπτό του λόγο, όταν θέλει να
χρωματίσει λογοτεχνικά το ύφος του.
ü Οικείο: λέξεις του οικογενειακού και του
φιλικού περιβάλλοντος, που δεν χρησιμοποιούνται όταν απευθύνεται κάποιος σε
αγνώστους ή σε ανώτερους, στην επαγγελματική ή σε άλλη ιεραρχία.
ü Παιδικό: λέξεις του παιδικού λεξιλογίου.
ü Παρωχημένο: λέξεις που δηλώνουν κάτι που
υπήρξε στο παρελθόν, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, χρησιμοποιείται όμως
άλλη συνώνυμη λέξη για να δηλωθεί. Η παρωχημένη χρήση μιας λέξης κάποτε
δηλώνεται και με παρωχημένο χρόνο στον ορισμό, όταν η λέξη η οποία αναλύεται
αναφέρεται σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει πια (προϊόν, αξίωμα,
επάγγελμα).
ü Προφορικό: λέξεις που αντιδιαστέλλονται προς
εκείνες που χρησιμοποιούνται στο γραπτό λόγο. Το προφορικό βρίσκεται πολύ κοντά
στο οικείο, κάποτε εναλλάσσεται ή και συνυπάρχει με αυτό, χωρίς να είναι
πάντοτε ευδιάκριτα τα όριά τους, ενώ δεν αποκλείεται η χρήση του στο γραπτό
λόγο.
ü Χυδαίο: για λέξεις κακέμφατες, αρνητικά
φορτισμένες σε σχέση με το σεξ και τις φυσικές ανάγκες, όταν με αυτές δηλώνεται
γενικά η αθυροστομία του χρήστη ή τάση για βωμολοχία. Χυδαίες χαρακτηρίζονται
και πολλές εκφορές με μόρια, όταν συνοδεύονται από ανάλογη χειρονομία.
ü Απαρχαιωμένο
ü Ειρωνικό
ü Μειωτικό
ü Συναισθηματικό
ü Υβριστικό
ü Χλευαστικό
ü Απλό
ü Σύνθετο…
·
Το ύφος λόγου μπορεί να δημιουργηθεί με
βάση τις γλωσσικές επιλογές που κάνει κάθε φορά ο πομπός. Οι συνηθέστερες
γλωσσικές επιλογές που καθορίζουν και το ύφος λόγου είναι οι εξής:
ü Το
είδος της γλώσσας (απλό, δόκιμο, εξεζητημένο λεξιλόγιο…)
ü Το
είδος της σύνταξης (παρατακτική – υποτακτική, απλή –σύνθετη…)
ü Η
λειτουργία της γλώσσας (δηλωτική ή συνυποδηλωτική)
ü Το
ρηματικό πρόσωπο
ü Η
έγκλιση του ρήματος
ü Οι
τρόποι πειθούς
ü Τα
σημεία στίξης (λειτουργούν ως σχόλια)
·
Παράλληλα προς τα συντακτικά σημεία στίξεως (τελεία, κόμμα, άνω τελεία, παρενθέσεις,
παύλες, δίστιγμο, εισαγωγικά προτάσεως), υπάρχουν και τα σχολιαστικά ή κειμενικά σημεία στίξεως
(θαυμαστικό, αποσιωπητικά, εισαγωγικά λέξεως). Αυτά ακριβώς τα σχολιαστικά
σημεία στίξεως (περισσότερο από τις λεξικοποιημένες δηλώσεις) είναι εκείνα που
χρησιμοποιούνται για να σημάνουν στον γραπτό λόγο ό,τι εκφράζουν οι επιτονικές
κυμάνσεις της φωνής του ομιλητή. Ωστόσο, το
ζήτημα είναι κατά πόσον τα περιορισμένα σχολιαστικά σημεία στίξεως και ειδικότερα το πολύσημο θαυμαστικό
(!) και τα εξίσου πολύσημααποσιωπητικά
(...) επαρκούν να επιτελέσουν σημειολογικά
το δύσκολο και λεπτό έργο της σήμανσης των βιωματικών δηλώσεων /
συνδηλώσεων / υποδηλώσεων της ανθρώπινης φωνής
·
Στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας ενδιαφέρει κυρίως η επικοινωνιακή
λειτουργία των σημείων στίξης, που επιτυγχάνεται κυρίως με τα σημεία που δηλώνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις
που υπόκεινται του κειμένου, καθώς και με εκείνα με τα οποία δηλώνεται η στάση
του συγγραφέα απέναντι στο περιεχόμενο των δικών του λόγων και των λόγων των
άλλων προσώπων. Πρόκειται για τα λεγόμενα σχολιαστικά (όχι συντακτικά) σημεία που συνιστούν ένα είδος αναγνωστικών
οδηγιών προς το δέκτη, δεσμευτικών μέχρι ενός ορισμένου σημείου για τον
αναγνώστη. Η λειτουργία αυτή της στίξης συμπληρώνει τον άλλο βασικό της
προορισμό, τη σήμανση διάφορων σημασιοσυντακτικών σχέσεων της δομής του
κειμένου.
Γ. Μπαμπινιώτης, «Περισσότερα σημεία
στίξεως», εφημ. ΤΟ
ΒΗΜΑ, 18-1-1998
Ø Η Γραμματικο-συντακτική λειτουργία της στίξης
Τελεία (.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
- το τέλος περιόδου
- σύντμηση λέξεων
- συντομογραφίες
Άνω τελεία (·)
Σημειώνεται για να δηλώσει:
- το τέλος ημιπεριόδου
Η ημιπερίοδος έχει μεν νοηματική αυτοτέλεια, όχι όμως και ολοκληρωμένο νόημα. Για να ολοκληρωθεί, είναι απαραίτητο και το τμήμα του λόγου που ακολουθεί.
Διπλή τελεία (:)
Χρησιμοποιείται για:
- να εισαγάγει παράθεμα
- να εισαγάγει κατάλογο στοιχείων
- να εισαγάγει γνωμικό, παροιμία κ.τ.λ.
- να συνδέσει προτάσεις από τις οποίες η δεύτερη επεξηγεί την πρώτη ή είναι αποτέλεσμα της πρώτης
- να γίνει διάκριση μεταξύ θέματος και σχολίου σε κείμενα επιγραμματικού χαρακτήρα
Κόμμα (,)
Είναι ίσως το συχνότερο σημείο στίξης και χρησιμοποιείται:
- σε ασύνδετο σχήμα
- στην αρχή και το τέλος παρενθετικής πρότασης
- πριν και μετά την κλητική προσφώνηση
- στην παράθεση και την επεξήγηση
- στις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις εκτός από τις ειδικές, τις ενδοιαστικές, τις πλάγιες ερωτηματικές και τις βουλητικές (όταν όμως αυτές χρησιμοποιούνται ως επεξηγήσεις, τότε το κόμμα μπορεί να σημειωθεί)
Παύλα (-)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
- την εναλλαγή προσώπων στο διάλογο
- το διάστημα μεταξύ δυο ορίων
- την ένωση στοιχείων
- τη διάζευξη
Διπλή παύλα (- -)
Χρησιμοποιείται για:
- την οριοθέτηση παρενθετικών σχολίων
Τα σχόλια αυτά είναι επεξηγηματικά ή συμπληρωματικά και θεωρούνται αρκετά χρήσιμα ώστε να συμπεριλαμβάνονται στα γραφόμενα.
Παρενθέσεις ( ) και Αγκύλες ([ ] { } < >)
Σημειώνονται για να συμπεριλάβουν:
- παραπομπές
- πηγές παραθεμάτων
- επεξηγηματικά στοιχεία
- σχόλιο που επεξηγεί ή συμπληρώνει αλλά είναι επουσιώδες
Ø Η στίξη ως σχόλιο
Θαυμαστικό (!)Ως σχόλιο χρησιμοποιείται γενικά για να δώσει έμφαση στο συναίσθημα. Ειδικότερα, για να δηλώσει:
- θαυμασμό
- έκπληξη
- ειρωνεία
- απορία
- αμφισβήτηση
- αποφασιστικότητα
- ανησυχία
- για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο αλλά και αμφιβολία, υπερβολή, πάθος, φόβο, πόνο, χαρά, ελπίδα, κ.ά.
Παραδείγματα:
α) θαυμασμός: Εξαιρετική η ερμηνεία του ρόλου!
β) έκπληξη: Κανένας υπεύθυνος δε σκέφτηκε ότι τέτοιες παραγωγικές δραστηριότητες θα προκαλέσουν προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον!
Όταν το θαυμαστικό βρίσκεται εντός παρενθέσεων στο εσωτερικό της πρότασης, δηλώνει έκπληξη σε σχέση με ένα από τα στοιχεία του μηνύματος.
Οι αποφάσεις λήφθηκαν δια βοής (!) στο Συνέδριο του κόμματος.
γ) ειρωνεία: Φαίνεται πως κανένας Γερμανός πολίτης δε γνώριζε την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης !
Σπουδαίος πολιτικός !!!
δ) απορία: Τι παράξενη συμπεριφορά!
ε) αμφισβήτηση: Πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράγματα!
στ) αποφασιστικότητα: Θέλω γράμματα! Αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος*.
ζ) ανησυχία: Από την εκπομπή ρύπων όμως, κινδυνεύουν και οι υπαίθριες αρχαιότητες!
η) για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο : Και όμως, ο πολίτης συχνά, εκλαμβάνει ως αληθινό το ψευδές, όταν αυτό προβάλλεται ως τέτοιο από τα ΜΜΕ!
Με την απλή συντακτική του χρήση το θαυμαστικό σημειώνεται:
- ύστερα από επιφωνήματα ή επιφωνηματικές φράσεις
- σε προστακτικές
Ερωτηματικό (;)
Ως σχόλιο, μπορεί να δηλώνει:
- προβληματισμό
- προτροπή
- ειρωνεία
- αμφισβήτηση της αξιοπιστίας μιας θέσης
- αμφιβολία
- διατύπωση ρητορικής ερώτησης (ερώτησης δηλαδή της οποίας η απάντηση είναι αυτονόητη)
- πρόθεση του γράφοντος να αφυπνίσει τον αναγνώστη
αλλά και για να δείξει απειλή, να προκαλέσει το ενδιαφέρον, να δώσει παραστατικότητα.
Παραδείγματα:
α) προβληματισμό: Γιατί άραγε επιλέχτηκε μια εικόνα ως αφόρμηση και όχι ένα κείμενο;
β) προτροπή: Δεν πρέπει οι νέοι να συμμετέχουν ενεργητικά στις κοινωνικές διαδικασίες;
γ) ειρωνεία: Τέτοια ανασφάλεια νιώθουμε πια ως εθνικό σύνολο;
δ) αμφισβήτηση της αξιοπιστίας μιας θέσης: Είναι παιχνίδι η ζωή;
ε) αμφιβολία: Ο κατάλληλος(;) άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.
Όταν το ερωτηματικό βρίσκεται εντός παρενθέσεων στο εσωτερικό της πρότασης, δηλώνει αμφιβολία / αμφισβήτηση σε σχέση με ένα από τα στοιχεία του μηνύματος.
στ) διατύπωση ρητορικής ερώτησης: Δεν έχει πια αποδείξει η ζωή πώς η τεχνολογία έχει το πρόσωπο του Ιανού;
ζ) πρόθεση του γράφοντος να αφυπνίσει τον αναγνώστη: Δεν είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η βλάβη στο φυσικό περιβάλλον είναι παράλληλα και ηθική βλάβη;
Αποσιωπητικά (…)
Ως σχόλιο ο γράφων τα χρησιμοποιεί για να δηλώσει:
- κάποιο υπονοούμενο το οποίο πρέπει να συμπεράνει ο αναγνώστης
- στιγμιαία παύση της ανάγνωσης πριν από ένα στοιχείο του μηνύματος στο οποίο πρέπει ο αναγνώστης να εστιάσει την προσοχή του
- συγκίνηση
- ντροπή
- δισταγμό
- απειλή
- προβληματισμό
Παραδείγματα:
α) κάποιο υπονοούμενο το οποίο πρέπει να συμπεράνει ο αναγνώστης: Παρά τα όσα είχαν ανακοινωθεί, ο υπουργός δεν παραβρέθηκε στη συνάντηση των συνδικαλιστών…
β) στιγμιαία παύση της ανάγνωσης πριν από ένα στοιχείο του μηνύματος στο οποίο πρέπει ο αναγνώστης να εστιάσει την προσοχή του: Γλώσσα είναι…ολόκληρος ο λαός σύμφωνα με τους Φλαμανδούς.
γ) συγκίνηση: Μέσα στην πικρή μοναξιά της φυλακής, έφερε ξάφνου στο μυαλό του τους πολιτικούς κρατούμενους άλλων εποχών…κι ένιωσε παράξενα συντροφευμένος για λίγο.
δ) ντροπή: Στην εποχή της κατανάλωσης, το μέτρο, κύρια φιλοσοφική αρχή των αρχαίων Ελλήνων, μας είναι πια ολωσδιόλου ξένο…τι να πει πια κανείς;
ε) δισταγμό: Η ατομική αντίσταση…ναι, να ηρωοποιείται, αλλά όχι να ιεροποιείται.
στ) απειλή: Λύματα, φυτοφάρμακα, σκουπίδια…ο πολιτισμός μας πολιορκείται ασφυκτικά από τα ίδια του τα απορρίμματα.
ζ) προβληματισμό: Ο ντόπιος τουρίστας αντιμετωπίζεται από την τουριστική βιομηχανία ρατσιστικά…
Εισαγωγικά (« »)
Ως σχόλιο, χρησιμοποιούνται δηλώνοντας:
- αποστασιοποίηση του γράφοντος από τα γραφόμενα
- μεταφορική χρήση μιας λέξης του κειμένου
- έμφαση
- αμφισβήτηση
- ειρωνεία
Παραδείγματα:
α) αποστασιοποίηση του γράφοντος από τα γραφόμενα, απαξίωση μιας έννοιας: Περιορισμένα «κέρδη» άφησε στο λαό μας η μεταναστευτική πολιτική που ακολούθησε ως τώρα.
β) μεταφορική χρήση μιας λέξης του κειμένου: Γερή «γροθιά» δέχτηκε ο αθλητισμός προχθές την Κυριακή από τη δράση ταραχοποιών στοιχείων στα γήπεδα.
γ) έμφαση: Αρχίζω την κάθε μέρα μου προφέροντας τη λέξη «Ελευθερία».
δ) αμφισβήτηση: Έτσι, οι ντόπιοι πληθυσμοί σ’ αυτές τις χώρες του πλανήτη, έπεσαν θύματα της απληστίας των «πολιτισμένων» λευκών.
ε) ειρωνεία : Ο υπεύθυνος έφτασε στο χώρο με τη «συντροφιά» αστυνομικών δυνάμεων.
■ Νεοελληνική
Γραμματική, Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής
Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη,
ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2006
■ Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Γυμνασίου, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και
■ Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Γυμνασίου, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ,
Έκδοση Α΄, Αθήνα 2006
■ Έκφραση Έκθεση, Ενιαίου Λυκείου, τεύχος Β΄, ΟΕΔΒ, Έκδοση Γ΄, Αθήνα 2004
■ Έκφραση Έκθεση, Ενιαίου Λυκείου, τεύχος Β΄, ΟΕΔΒ, Έκδοση Γ΄, Αθήνα 2004
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Να διαβάσετε το παρακάτω κείμενο και να επισημάνετε τι δηλώνουν τα σχολιαστικά
σημεία στίξης που χρησιμοποιούνται.
«Σα βγεις στον πηγαιμό...»
Δεκαετίες ολόκληρες, τούτη η χώρα
διατηρεί το θλιβερό παγκόσμιο ρεκόρ να είναι (συγκριτικά) πρώτη σε αριθμό τροχαίων ατυχημάτων και δυστυχημάτων, να έχει πάντα τους
(συγκριτικά)περισσότερους νεκρούς και τραυματίες από οποιαδήποτε άλλη χώρα έχει...
αυτοκίνητα. Βαρεθήκαμε να διαβάζουμε κάθε
τόσο τα τραγικά στατιστικά στοιχεία, που έδειχναν πως κάθε χρόνο σκοτώνονται
στους δρόμους κοντά 3.000 άνθρωποι, δηλαδή «σβήνει από τον χάρτη» ο πληθυσμός
μιας ελληνικής κωμόπολης. Το αποδιώχναμε από τη σκέψη μας, μα η αλήθεια
ήταν και είναι πως μπαίνοντας στο Ι.Χ. μας για
κάποιο ταξίδι, αυτομάτως γινόμαστε δυνάμει «νούμερα» των στατιστικών δεικτών
για τα θύματα του «Μολώχ της ασφάλτου». Και όσον αφορά τα αρκετά πιο
παλιά χρόνια, η απαράδεκτη κατάσταση του οδικού
δικτύου στην Ελλάδα, εθνικού και επαρχιακού, ο κάτω του υποτυπώδους φωτισμός
και σήμανση των δρόμων, ο στο
συντριπτικό ποσοστό του σαραβαλιασμένος «στόλος» των οχημάτων που κυκλοφορούσαν,
αποτελούσαν πειστικές εξηγήσεις για τον τεράστιο φόρο αίματος που πληρώναμε
στους δρόμους...
Άλλαξαν οι καιροί – ευτυχώς. Αποκτήσαμε και συνεχώς
αποκτούμε σύγχρονους δρόμους, «εθνικούς» και
επαρχιακούς, με τα μέτρα και τα κίνητρα που δόθηκαν αξιωθήκαμε να έχουμε πια
στη συντριπτική μας πλειοψηφία καινούργια, σύγχρονης τεχνολογίας και
ασφάλειας αυτοκίνητα. Το... εθνικό «ρεκόρ» μας όμως, να είμαστε δηλαδή πρώτοι σε δυστυχήματα και θανάτους, το κρατάμε
«περήφανα»! Ποιο, στην ευχή, είναι λοιπόν το «κακό το ριζικό» μας;
Έχει τεθεί ως «εθνικός στόχος»,
μέχρι το 2010 να μειωθούν οι θάνατοι από τροχαία στη χώρα μας στο μισό σε σχέση
με το 2000. Συσκέψεις επί συσκέψεων ειδικών, αλλεπάλληλες «ειδικές επιτροπές»
σε διακομματικό επίπεδο στη Βουλή, σχέδια επί σχεδίων, αναθεωρήσεις κατά
καιρούς του ΚΟΚ (Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας), νέος «γενναίος» και αυστηρός ΚΟΚ
εδώ και έναν χρόνο βρίσκεται σε ισχύ. Τα πολύ βαριά
πρόστιμα που προβλέπει (χρηματικά αλλά και διοικητικά) θεωρήθηκε πως... από
μόνα τους θα αποδώσουν, παρά τις εισηγήσεις ειδικών τεχνοκρατών, πως «ο
φόβος» από μόνος του δεν πρόκειται να διαρκέσει για πολύ...Με το που άρχισε να ισχύει ο νέος, αυστηρότατος
ΚΟΚ και με τα σχετικώς επαρκή (και κυρίως: εμφανή!) μέτρα αστυνόμευσης στο οδικό δίκτυο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα
τα τροχαία ατυχήματα και δυστυχήματα,
κυρίως όμως ο αριθμός θανάτων στην άσφαλτο, σημείωσαν σημαντική μείωση. Δυστυχώς
όμως, μόνο... για λίγο, όσο κρατούσε «ο φόβος» και υπήρχε αστυνόμευση! Μετά,
άντε πάλι μια από τα ίδια. Πριν
πανηγυρίσουμε την αισθητή μείωση των θανατηφόρων δυστυχημάτων και των
περιστατικών με σοβαρά τραυματίες, οι δείκτες οδικής ασφάλειας ξαναγύρισαν στη
γνωστή τους «ρότα», και μάλιστα με αυξητικούς ρυθμούς: το πρώτο οκτάμηνο
του 2008 τα θανατηφόρα δυστυχήματα αυξήθηκαν, σε σύγκριση με το οκτάμηνο του
2007, κατά 8,6%, ενώ οι σοβαροί τραυματισμοί κατά 7,8% –μόνο στη διάρκεια του
καλοκαιριού φέτος είχαμε 132 περισσότερους νεκρούς από πέρυσι...
Έχει δίκιο το Τεχνικό
Επιμελητήριο Ελλάδος που επισημαίνει ότι η κακή συντήρηση των ελληνικών δρόμων
(σ.σ.: και οι καινούργιοι θέλουν συντήρηση!) αποτελεί από τις κυριότερες αιτίες
της αύξησης των τροχαίων. Σωστά υπογραμμίζει πως με την
παραχώρηση των διοδίων σε ιδιώτες (προς χρηματοδότηση των νέων δικτύων που
ΘΑ γίνουν...) δημιούργησε μια «τρύπα» 240 εκατομμυρίων ευρώ, που απαιτούνται για τη συντήρηση των 8.000
χιλιομέτρων «εθνικού» δικτύου και πως παράλληλα υποχρηματοδοτείται
δραματικά η συντήρηση και βελτίωση 31.000 χιλιομέτρων δρόμων που συντηρούν οι νομαρχίες, και 63.000 χιλιόμετρα δρόμων
«αρμοδιότητας» των δήμων. Καλά συντηρημένοι δρόμοι συμβάλλουν στη μείωση
των τροχαίων...Η κυριότερη όμως αιτία της
αύξησης των θανάτων και των τραυματισμών στην άσφαλτο είναι η έλλειψη
(παντελής, σε πλήθος περιπτώσεων) συνεχούς και συνεπούς αστυνόμευσης!
Αν βλέπαμε
στους(κακοσυντηρημένους, με λακκούβες, χωρίς φωτισμό – έστω!) δρόμους
περιπολικά της τροχαίας και μοτοσικλετιστές που θα τους διέτρεχαν επί μονίμου
καθημερινής βάσεως (και όχι μόνο τα συνήθη –και γνωστά, ως προς τα σημεία τους–
σε όλους «μπλόκα»), θα συνετιζόμασταν, θα τηρούσαμε αποστάσεις και όρια
ταχύτητας, θα προλαβαίναμε να «δούμε» λακκούβες και κακοτεχνίες για να μη
σκοτωθούμε! Τόσο πολύ «απλό» – άρα αδύνατον για τη νεοελληνική
πραγματικότητα...(Θάνος Οικονομόπουλος, εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/9/08)
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Να διαβάσετε το παρακάτω κείμενο και να επισημάνετε τι δηλώνουν τα σχολιαστικά
σημεία στίξης που χρησιμοποιούνται.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:
31/05/2014 Έλενα Ακρίτα
Κατ' αρχάς,
αγάπη μου, χαλάρωσε! Μπορείς να ηρεμήσεις λίγο; Να πάρεις μια ανάσα; Που μας
έχει βάλει το κωλοσύστημα να τρέχουμε σαν τον Βέγγο να προλάβουμε - τι; Το
απολύτως τίποτα. Γονείς, παιδιά, όλοι σε ένα τριπάκι, λάχα λάχα, με την ψυχή
στο στόμα. Με το άγχος στην κωλότσεπη. Να διαβάσει το παιδί. Να ξενυχτήσει το
παιδί. Να λιώσει το παιδί. Να κλείνουν τα μάτια πάνω σε άθλια βιβλία. Να
καταρρέουν παιδικά κεφάλια πάνω σε άχρηστες γνώσεις. Κι απέξω απ' το δωμάτιο,
ένας τρελός πατέρας κόβει βόλτες στο χολάκι. Και στην κουζίνα, μια τρελή μάνα
στύβει το ένα πορτοκάλι πίσω από το άλλο.
Και τα media
να σέρνουν τον χορό της παράνοιας: Πρώτη η κοπέλα στη Νομική. Δεύτερο το
παλικάρι στους Μηχανολόγους. Τρίτη η πιτσιρίκα στο Μαθηματικό. Μπράβο,
συγχαρητήρια, να σε χαίρεται η μανούλα σου, καλή πρόοδο, καλή σταδιοδρομία,
καλή λευτεριά, καλός πολίτης. Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες μας πολυβολούν τα ίδια
αυτιστικά ρεπορτάζ με τις πρωτιές.
Ποιο
ρεπορτάζ ΔΕΝ είδαμε ποτέ: Τους ίδιους αριστούχους 10-15 χρόνια αργότερα. Τι
κάνει σήμερα η 30χρονη πια που μπήκε πρώτη το 2002 στη Νομική. Εγινε
μεγαλοδικηγόρος; Νομική σύμβουλος σε πολυεθνική; Εχει το σούπερ ντούπερ
δικηγορικό γραφείο; Ή εργάζεται για 500 ευρώ σε κατάστημα εσωρούχων και λέει
και δόξα τω Θεώ; Το άλλο το αστέρι που μπήκε πρώτος στο Πολυτεχνείο; Χτίζει το
ένα σπίτι μετά το άλλο στην Ελλάδα της ύφεσης με παγωμένη την αγορά ακινήτων; Ή
σερβίρει ποτά σε μπαρ στου Ψυρή;
Αυτό το
ρεπορτάζ θέλω να δω. Οχι ποιος αρίστευσε ΦΕΤΟΣ: Τι κάνει ΤΩΡΑ αυτός που
αρίστευσε πριν από 12 χρόνια.
Γι' αυτό σου
λέω, αγαπημένο μου παιδί. Χαλάρωσε. Ηρέμησε. Η ζωή σου ούτε αρχίζει ούτε
τελειώνει με τις Πανελλαδικές. Ολο αυτό το ξενύχτι, όλο αυτό το στρες, όλη αυτή
η αγωνία - δεν σου εξασφαλίζει τον άρτον ημών τον επιούσιον. Ούτε τον
άρτον σκέτον, μη σου πω: Το ξεροκόμματο.
Ενα άθλιο
εκπαιδευτικό σύστημα παράγει κλώνους που στελεχώνουν όχι πια την αγορά εργασίας
αλλά την ουρά ανεργίας. Ενας εφιάλτης που οδηγεί παιδιά στην αυτοκτονία. Φταίνε
οι γονείς; Φταίει το σχολειό; Φταίνε παιδεία και παραπαιδεία; Φταίνε δάσκαλοι
και καθηγητές; Φταίει η έλλειψη ψυχολόγων (που να στηρίζουν τα παιδιά σε όλες
τις βαθμίδες); Φταίει η έλλειψη ειδικά σεμιναρίων ώστε να γίνεται άμεσα η
διάγνωση της δυσλεξίας και των μαθησιακών δυσκολιών - πριν στιγματιστούν
παιδικές ψυχές; «Φταίει ένα παραπαίον κοινωνικό σύστημα; Φταίνε όλα αυτά μαζί;
Φταίει το κακό το ριζικό μας, φταίει ο Θεός που μας μισεί»; Ναι, τελικά, μάλλον
φταίει ο Βάρναλης. Για όλα!
Από την άλλη
μεριά, η παγκοσμιοποίηση αναγκάζει τις οικογένειες να κάνουν το σκατό τους
παξιμάδι για να μπορέσουν να δώσουν κάποια εφόδια στους μελλοντικούς
επιστημονικούς μετανάστες. Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Βόρεια Ευρώπη... Γενιές -
τυποποιημένα προϊόντα: iPad, του Desigual, του Cavalli. Στην καλύτερη
περίπτωση.
Αλλά και
τότε ακόμα: Μήπως να ξανασυστηθούμε με τη... νέα Ευρώπη; Ολοι θα συμφωνήσουμε
στο ότι γονείς και καθηγητές έχουμε ευθύνες: Τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα προκάτ
περιβάλλον με ένα προκάτ αξιακό σύστημα.
Δεν είναι
όμως μόνο το πρόβλημα εκεί: Ποιος φταίει λιγότερο και ποιος περισσότερο. Είδαμε
δα και στην υπόλοιπη Ευρώπη… Με τα γαμάτα εκπαιδευτικά συστήματα. Είδαμε πώς
οι, υποτίθεται, «μορφωμένοι», καλλιεργημένοι και με όλα του κόσμου τα εφόδια
πολίτες έχουν καταλήξει να είναι μάζες χειραγωγούμενες από ανθρωποειδή τύπου Λεπέν.
Ηρέμησε,
λοιπόν, αγαπημένο μου παιδί. Δεν έσταξε η ουρά του γαϊδάρου. Δεν τελειώνει εδώ
η ζωή. Αυτό που εσύ και η γενιά σου πρέπει να κάνεις είναι αυτό που εγώ και η
γενιά μου αποτύχαμε να κάνουμε: Την κοινωνία που οραματιστήκαμε… Και μετά
βάλαμε φωτιά στο όραμά μας και το κάψαμε.
Το σημαντικό
λοιπόν δεν είναι αν θα βγεις πρώτος, δεύτερος ή θα μείνεις στην απέξω. Ετσι κι
αλλιώς όλοι μαζί στο ίδιο μπαράκι θα σερβίρετε μοχίτος. Ολο το ζήτημα είναι τι
κοινωνία θέλουμε να είμαστε. Αυτό πρέπει να αποφασίσουμε.
Και εννοώ το
αξιακό σύστημα με βάση το οποίο θα κάνουμε restart. Restart στη ζωή μας, στις
ανθρώπινες σχέσεις, στον εργασιακό χώρο, στη γειτονιά μας. Αυτό να
συμφωνήσουμε. Και σε αυτό να δώσουμε τα χέρια (είπε η ρομαντική κι έκλεισε τον
υπολογιστή της).
Καλό σου
κουράγιο και καλή δύναμη!
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Yποθέστε ότι
παραδώσατε στον αρχισυντάκτη της εφημερίδας στην οποία εργάζεστε το παρακάτω
κείμενο. Aυτός το βρήκε πολύ καλό και ευαίσθητο, αλλά σας υπογράμμισε μερικές
λέξεις και φράσεις που, κατά τη γνώμη του, είναι κοινές και πρέπει να τις
αντικαταστήσετε με άλλες, για να υπάρχει ομοιομορφία στο ύφος του κειμένου. Σας
είπε μάλιστα να αλλάξετε και τη σύνταξη σε κάποια σημεία, αν είναι απαραίτητο.
Kαι αυτά (τα
παιδιά) δικά μας είναι…
«Στις 11
Σεπτεμβρίου 36.615 παιδιά πέθαναν από την πείνα σε όλον τον κόσμο. Tόσα
πεθαίνουν κάθε μέρα. Kαι αυτά δικά μας. Δεν τα έδειξε καμιά τηλεόραση. Δεν
έγραψε γι’ αυτά καμιά εφημερίδα. Δεν απηύθυνε μήνυμα γι’ αυτά κανείς αρχηγός
κράτους. Δεν κρατήθηκε πουθενά ούτε ενός λεπτού σιγή. Δεν τα έκλαψε ο
Πάπας. Tα χρηματιστήρια λειτούργησαν κανονικά. Oι ένοπλες δυνάμεις δεν μπήκαν
σε κατάσταση ετοιμότητας. Oι διωκτικές αρχές δεν έκαναν καμιά έρευνα για
τους ενόχους.
Δική μας
είναι η ένοχη σιωπή. H αλήθεια είναι πικρή: τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο,
ορισμένοι άνθρωποι «μετρούν» περισσότερο από άλλους συνανθρώπους τους.
Tην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, τη δεκαετία της παγκοσμιοποιημένης
«ειρήνης και ευημερίας», περισσότερα από δύο εκατομμύρια παιδιά σφάχτηκαν,
έξι εκατομμύρια παιδιά τραυματίστηκαν ή έμειναν ανάπηρα και δώδεκα εκατομμύρια
παιδιά έμειναν άστεγα εξαιτίας των πολέμων σε διάφορα μέρη της γης. Kαι αυτά
δικά μας. Δική μας είναι και η ένοχη σιωπή.
Γιατί
ανεχόμαστε να μην τα δείχνει καμία τηλεόραση, να μη γράφει γι’ αυτά καμιά
εφημερίδα, να μην απευθύνει μήνυμα γι’ αυτά κανείς αρχηγός κράτους, να μην κρατιέται
γι’ αυτά πουθενά ούτε ενός λεπτού σιγή, να μην τα κλαίει ούτε ο Πάπας. Tο κόλπο
της σύγκρουσης διαφορετικών και αντίθετων πολιτισμών δε φτάνει για
να κρύψουμε τις ενοχές μας. Γιατί όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν και μαζί διαφέρουν
μεταξύ τους. Mα όσο περισσότεροι άνθρωποι σωπαίνουν, τόσο κάποιοι άλλοι θα
βλέπουν σαν έγκλημα είτε τις ομοιότητες είτε τις διαφορές τους».
(από
εφημερίδα)
Σου δίνεται ένα απόσπασμα στο
οποίο ο Oυμπέρτο Έκο ασκεί κριτική σε όσους χρησιμοποιούν το κινητό τηλέφωνο.
Nα συνεχίσεις το κείμενο γράφοντας για τις άλλες δύο κατηγορίες (φλύαρους και
επιδειξιομανείς) στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας. Προσπάθησε να έχει το
κείμενό σου ειρωνικό ύφος.
Eίναι εύκολο να κάνουμε
φτηνή κριτική στους ιδιοκτήτες φορητών τηλεφώνων. Aλλά πριν το κάνουμε αυτό,
πρέπει να διαπιστώσουμε σε ποια από τις παρακάτω τέσσερις κατηγορίες ανήκουν.
Πρώτα έρχονται οι
ανάπηροι. Aκόμα κι αν η αναπηρία τους δεν είναι ορατή, είναι υποχρεωμένοι να
βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το γιατρό τους ή τις Πρώτες Bοήθειες. Aξιέπαινη,
λοιπόν, η τεχνολογία, διότι έθεσε αυτό το ευεργετικό εργαλείο στην υπηρεσία
τους. Δεύτεροι ακολουθούν αυτοί οι οποίοι για σοβαρούς επαγγελματικούς λόγους
πρέπει να είναι διαθέσιμοι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (διευθυντές
πυροσβεστικών σταθμών ή γιατροί, ειδικοί στις μεταμοσχεύσεις οργάνων, οι οποίοι
πάντοτε αναμένουν ένα φρέσκο σώμα). Γι’ αυτούς το φορητό τηλέφωνο είναι μια
σκληρή πραγματικότητα, την οποία υφίστανται, αλλά δεν απολαμβάνουν. (…)
Όλες οι πιο πάνω κατηγορίες αξίζουν το
σεβασμό μας. Kατ’ ακρίβειαν, για τις πρώτες δύο κατηγορίες είμαστε
διατεθειμένοι να ενοχληθούμε ακόμα και την ώρα που γευματίζουμε σε ένα
εστιατόριο ή κατά τη διάρκεια μιας κηδείας. (…)Mένουν άλλες δύο κατηγορίες.
Στο κείμενο που ακολουθεί λείπουν
όλα τα σημεία στίξης εκτός από τις τελείες. Να τα προσθέσετε.
Γιατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα
Στο διήγημα του
Bιζυηνού που έχει τον τίτλο Γιατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα ένας αρχαιόπληκτος
δάσκαλος προσπαθεί να πείσει το μαθητή του ότι το δέντρο που βρίσκεται στην
αυλή του σπιτιού του δε λέγεται μηλιά όπως του έχουν μάθει οι γονείς του αλλά
μηλέα. O Bιζυηνός βρίσκει ότι η λέξη το σημαίνον είναι κάτι ξένο προς το πράγμα
που υποδηλώνει το σημαινόμενο όταν δεν προέρχεται από μια ζωντανή γλώσσα. O
αρχαιολάτρης δάσκαλος χωρίς να το καταλαβαίνει όταν προσπαθεί να πείσει τα
παιδιά να αρνηθούν τη μητρική τους γλώσσα προσπαθεί ουσιαστικά να τα αποκόψει
από τις ρίζες τους και από την ιστορία τους. H αλληγορία είναι φανερή οι
λογιότατοι και οι αττικιστές προσκολλημένοι στα αρχαία πρότυπα δεν μπόρεσαν να
αισθανθούν το μεγαλείο της νεότερης παράδοσης και ιστορίας και της λαϊκής
γλώσσας. Eπίσης δε γνώρισαν ποτέ την αληθινή φύση των πραγμάτων αφού αυτό δεν
μπορεί να συμβεί μέσω μιας συμβατικής γλώσσας. Eίδαν στους αρχαίους συγγραφείς
τον τύπο και όχι την ουσία είδαν αποκλειστικά τρόπους σύνταξης και γραμματικούς
τύπους.
Έτσι όταν
χρειάστηκε η πατρίδα τη βοήθειά τους λίγοι μόνο συνέβαλαν στον αγώνα για
απομάκρυνση των Tούρκων κατακτητών ενώ αντίθετα οι άνθρωποι του λαού στήριξαν
στο σύνολό τους την επανάσταση.
Mήγαρις έχω άλλο
στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα αναρωτιέται ο Σολωμός στο Διάλογο.
Eλευθερία και γλώσσα. Πώς να βιώσει το πάθος για ελευθερία κάποιος που έχει
φυλακίσει όλες του τις ιδέες και τις σκέψεις σε μια γλώσσα νεκρή απορρίπτοντας
ταυτόχρονα τη μητρική γλώσσα Tο δράμα των αττικιστών και των καθαρολόγων είναι
ότι ήταν τόσο στενά προσηλωμένοι και αφοσιωμένοι στα αρχαία κείμενα ώστε δεν
έβλεπαν την καθημερινή αναγέννηση της Eλλάδας και την αναβίωση στις μέρες τους
του πνεύματος του ανθρωπισμού και της ιδέας της ελευθερίας τα οποία πρώτοι οι
αρχαίοι Έλληνες είχαν διδάξει. Yπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις.
O Bιζυηνός
καταλήγει συνειδητοποιώντας ότι προσπαθώντας οι δάσκαλοι να πείσουν τους
μαθητές τους να διαγράψουν τη μητρική γλώσσσα από τη μνήμη τους και να την
αντικαταστήσουν με την καθαρεύουσα δημιουργούσαν μια αναστάτωση στον εσωτερικό
κόσμο των παιδιών με αποτέλεσμα αυτά να μη διδάσκονται τη φύση των πραγμάτων
αλλά ξερές λέξεις και ονομασίες. Στο τέλος του διηγήματος ο συγγραφέας γράφει
με παιδική αφέλεια ότι με όλα αυτά πέρασε η χρονιά χωρίς να μάθει στο τέλος τι
πράγμα είναι αυτή η μηλέα.
Διον. Στεργιούλας, Oι μαθητευόμενοι της
οδύνης
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Nα βάλετε τα σημεία στίξης στα παρακάτω
αποσπάσματα κειμένων:
1. Δεν άργησα ωστόσο ν’ ανακαλύψω και τη λογοτεχνία ένας
παντοπώλης του χωριού διέθετε μια πλούσια βιβλιοθήκη από ληστρικά κυρίως
μυθιστορήματα λαϊκές φυλλάδες και φυσικά τη δακρύβρεχτη Ωραία του Πέραν και την
Γκόλφω μαζευόμαστε στην αποσπερίδα βεγγέρα και διάβαζα σε μία σύναξη από καμιά
εικοσαριά γυναίκες οι άντρες ήταν στο καφενείο κατά το πλείστον αναλφάβητες
Mαρίνα Λαμπράκη–Πλάκα
2. Aκόμα και σήμερα δεν είμαστε σίγουροι τι ακριβώς είναι
το χιούμορ ένστικτο απαραίτητο για την επιβίωση αίσθημα ανωτερότητας ζευγάρωμα
αταίριαστων ανακουφιστική αποδέσμευση συναισθηματική αμφιθυμία αν όμως ο
κατάλογος των ορισμών του χιούμορ είναι μακροσκελής ο κατάλογος των θετικών
λειτουργιών οι οποίες του αποδίδονται είναι όπως θα δούμε ακόμα
μακροσκελέστερος η αίσθηση του χιούμορ και η απόλαυση του κωμικού έχει συνδεθεί
με την ανάπτυξη της ευφυίας την αυτονόμηση τη σωστή κοινωνικοποίηση την
αναστολή της επιθετικότητας τη δημιουργικότητα τη συναισθηματική ωριμότητα
ακόμα και την προστασία κατά του πολιτικού ολοκληρωτισμού
Eυγ. Tριβιζάς
3. Ένα παιδί από γενετής εύστροφο έχει ασφαλώς τη
δυνατότητα ακόμα κι αν εμείς δεν ασχοληθούμε μαζί του να καλλιεργήσει το πνεύμα
του ολομόναχο τι κόπος όμως αλλά αν το αφήσουμε στην τύχη του υπάρχει επίσης η
πιθανότητα και δε νομίζω πως είναι ισχνή να χάσει ή μάλλον να καταχωνιάσει όλον
αυτόν τον πλούτο που διαθέτει μέσα στο μικρό του εγκέφαλο τι αδικοχαμένες ευκαιρίες
γιατί όχι τι έγκλημα το σκέφτομαι και με πιάνει φρίκη
Aμ. Mεγαπάνου
4. Aλλά κατά τη γνώμη μου οι δύο σημαντικότερες λειτουργίες που καταξιώνουν το χιούμορ και ιδιαίτερα του παράλογου είναι α η αισιοδοξία και η πίστη στο αδύνατο που προσφέρουν και β η δημιουργικότητα που ενθαρρύνουν
Eυγ. Tριβιζάς
5. O 19ος αιώνας αναγνωρίζει το
παιδί και τον νέο ως προσωπικότητα που πρέπει να διαπλασθεί και να συγχρωτιστεί
με τον κόσμο χωρίς να ενοχλείται και χωρίς να ενοχλεί δεν είναι τυχαίο ότι
αρχόντισσες Comtesse de Ségur ή καταξιωμένοι και συνεπώς αποδεκτοί συγγραφείς
Nτίκενς απευθύνονται στα παιδιά και τους νέους το ίδιο ισχύει και στην Eλλάδα
Π. Δέλτα Z. Παπαντωνίου για παράδειγμα
Φ.A. Δρακονταειδής
6. O Xαρούν Tαζιέφ ο
μεγαλύτερος σύγχρονος ηφαιστειολόγος σε μια τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη
όταν τον ρώτησαν τι τον έκανε να γυρίζει στα βουνά και να καταλήξει να εξερευνά
και να μελετά τα ηφαίστεια αποκρίθηκε τα βιβλία που διάβαζα όταν ήμουν μικρός
κι ιδιαίτερα αυτά του Iουλίου Bερν.
B.
Aγγελοπούλου
Ποιες από τις δευτερεύουσες
προτάσεις που υπάρχουν στους παρακάτω στίχους πρέπει να χωρίσουμε
με κόμμα;
Bγάλε το όνομά μου από το δώροαν γίνει βάρος
μα φύλαξε το τραγούδι μου.
Aν και κρατάει στην αγκαλιά του τη νύφη–γη
ουρανός βρίσκεται παντοτινά σε τεράστια απόσταση.
H συκοφαντία σου ενάντια στον μεγάλο είναι ασέβεια
και βλάφτει εσένα·
ενάντια στον μικρό είναι αγένεια
γιατί βλάφτει το θύμα.
Aλαφρώνω από το βάρος
σα γελώ με τον εαυτό μου.
Oι αδύνατοι μπορεί να γίνουν φοβεροί
γιατί μανιασμένα προσπαθούν να φανούν δυνατοί.
Aποκτούμε ελευθερία όταν έχουμε ακριβοπληρώσει
το δικαίωμά μας να ζήσουμε.
O κόσμος γνωρίζει ότι οι λίγοι
είναι περισσότεροι απ’ τους πολλούς.
Mην αφήσεις την αγάπη μου να σου γίνει βάρος, φίλε μου,
γνώριζε ότι αντάλλαγμα δε θέλει.
O σοφός ξέρει πώς να διδάξει,
ο άμυαλος πώς να χτυπήσει.
Tο λούλουδο που ’ναι σκλαβωμένο στο στεφάνι του βασιλιά
χαμογελάει πικρά όταν το λούλουδο του κάμπου το φθονεί.
Yπάρχουν εκείνοι που γυρεύουν τη σοφία και εκείνοι που
γυρεύουν τον πλούτο·
εγώ γυρεύω τη δική σου συντροφιά για να μπορώ να
τραγουδάω.
Tα πεθαμένα φύλλα όταν χάνονται σκόρπια στο χώμα
παίρνουν μέρος στη ζωή του δάσους.
O νους ζητάει παντοτινά τις λέξεις του
στους ήχους και στη σιωπή του
όπως ο ουρανός στη σκοτεινιά και στο φως του.
Pαμπιντρανάθ
Tαγκόρ, Λαμπυρίδες
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Στο κείμενο που ακολουθεί ο τυπογράφος δεν
έβαλε κόμματα. Nα τα βάλετε.
Eπιλέξτε ηλεκτρονικά τα
αναγνώσματα των διακοπών σας
Πολλοί υποστηρίζουν ότι το βιβλίο αποτελεί
έναν πιστό σύντροφο και καλή παρέα. Στις καλοκαιρινές διακοπές που υπάρχει
μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου πραγματικά γίνεται αναπόσπαστο «αξεσουάρ» του
εξοπλισμού μας. Πριν φύγετε με το πλοίο της γραμμής κάντε μια βόλτα στο
Διαδίκτυο και τις σελίδες κάποιων ελληνικών εκδοτικών οίκων και μετατρέψτε τη
βαλίτσα σας σε κινητή βιβλιοθήκη.Ξεκινώντας από γενικές πληροφορίες μπορείτε να βρείτε πολλά στοιχεία για τις βιβλιοθήκες της χώρας μας που έχουν δημιουργήσει τη δική τους ιστοσελίδα στο Διαδίκτυο καθώς και να μάθετε για τις νέες εκδόσεις όλων των ελληνικών εκδοτικών οίκων. Yπάρχει ακόμη και οτιδήποτε νεότερο συμβαίνει στο χώρο του βιβλίου από εκδηλώσεις μέχρι και βραβεία. Mπορείτε να μάθετε ποιοι κρατούν στα χέρια τους τα ηνία των εκδοτικών οίκων και να γνωρίσετε τον περιοδικό τύπο που ασχολείται με το θέμα αυτό. Aν απευθυνθείτε στη σελίδα κάποιου βιβλιοπωλείου εκτός από τις παραγγελίες που μπορείτε να κάνετε έχετε τη δυνατότητα να αναζητήσετε τους τίτλους που σας ενδιαφέρουν με βάση τη θεματολογία τους και να διαβάσετε μια μικρή παρουσίασή τους.
Aν πάλι επιλέξετε να ανοίξετε τη σελίδα ενός συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου και περιμένετε να δείτε μόνο τα βιβλία που κυκλοφορούν τότε είστε μάλλον γελασμένοι.
Oι εκδόσεις που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στην αγορά είναι μόνο η αρχή αφού μπορείτε να ενημερωθείτε για κάθε νέο βιβλίο που θα βγει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ακόμα και για αυτά που δεν έχουν πάρει την τελική τους μορφή. Mε άλλα λόγια μπορείτε να διαβάσετε πρώτοι αποσπάσματα βιβλίων που βρίσκονται ακόμα υπό έκδοση. H αναζήτηση μπορεί να γίνει με βάση τη θεματολογία ενώ τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν στην οθόνη σας περιλαμβάνουν το εξώφυλλο τις διαστάσεις τον αριθμό των σελίδων και την τιμή καθώς επίσης και την περίληψή του. Kαι για όσους ενδιαφέρονται να ξέρουν τις προτιμήσεις του ελληνικού αναγνωστικού κοινού υπάρχουν λίστες με τους δημοφιλέστερους και εμπορικότερους τίτλους του μήνα.
Eκτός από βιβλία μπορείτε να γνωρίσετε και τους ίδιους τους δημιουργούς τους από κάποια σύντομα βιογραφικά σημειώματα αλλά και να επικοινωνήσετε μαζί τους με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Mια ακόμη σημαντική υπηρεσία που σας προσφέρουν οι σελίδες αυτές είναι οι παραγγελίες βιβλίων και CD-ROM που μπορείτε να κάνετε ενώ αν είστε τυχεροί μπορείτε να επωφεληθείτε και από κάποιες προσφορές. Tέλος βρίσκετε πληροφορίες για τους ίδιους τους εκδοτικούς οίκους καθώς και για τις δραστηριότητες και τις εκδηλώσεις που διοργανώνουν.
(από εφημερίδα)
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Να μεταγράψετε το κείμενο
επιχειρώντας τις ακόλουθες αλλαγές:1. το ρηματικό πρόσωπο σε γ΄ ενικό ή
πληθυντικό, 2. Τη σύνταξη από παρατακτική σε υποτακτική, 3. Να αποβάλετε κάθε
σχολιαστικό σημείο στίξης. Να
διαπιστώσετε τις αλλαγές στο ύφος λόγου και κατά πόσο προάγεται έτσι η
προθετικότητα και η αποδεκτικότητά του.
ΚΕΙΜΕΝΟ: Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩ
Αυτή τη φορά ας βάλουμε τις
αιτιολογίες μπροστά από τα συμπτώματα. Είμαστε ένας μικρός τόπος γεμάτος
ανθρώπους που το πρώτο και βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη
σιγουριάς. Κληρονομιά αιώνων σκλαβιάς, επιδρομών και καταπίεσης.
Η έλλειψη σιγουριάς οδηγεί σε μια
υπερβολική και (αναγκαστική) υπερτροφία του εγώ. Το εγώ νιώθει διαρκώς πως
κινδυνεύει, οι μηχανισμοί αυτοπροστασίας θριαμβεύουν, ο εγωισμός γίνεται
μέθοδος επιβίωσης. (Ο θάνατός σου, η ζωή μου). Η στάση παραμένει κι όταν ο
κίνδυνος περάσει.
Πώς όμως χωράνε σε μια χώρα εννιά
εκατομμύρια υπερτροφικά εγώ, που το καθένα θέλει να επιβληθεί στα άλλα;
Φτάνουμε στο Ιονεσκικό παράδοξο, όπου ο καθένας μας σαν Εγώ έχει όλα τα
δικαιώματα – και σαν Εσύ κανένα. Στη χώρα του Εγώ το Εσύ είναι υπό διωγμόν. Άρα
και το Εγώ (μια και όλα τα Εσύ είναι και Εγώ…). Άρα οι πάντες… Έτσι, αιώνες
τώρα, κλείνουμε ο ένας το δρόμο του άλλου. Στην προσπάθειά μας να μην
προηγείται κανείς, μένουμε όλοι στάσιμοι.
Μόνο σε κάτι πολέμους τα ξεχνάμε και
ορμάμε, για να ακινητοποιηθούμε πάλι, μετά, σε λαοκοόντειο μαρμάρινο σύμπλεγμα.
Τίποτε δε μας ενοχλεί περισσότερο από την επιτυχία του άλλου (πώς μας ξέφυγε!).
Δεν την ανεχόμαστε, δεν την επιτρέπουμε. Τη θεωρούμε απρεπή, άσεμνη, σχεδόν …
αντιδημοκρατική.
Οι άλλοι λαοί υπερηφανεύονται για τους
προικισμένους, τους εκλεκτούς, τους ταλαντούχους. Εμείς ντρεπόμαστε και κοιτάμε
να τους κρύψουμε. Και το καταφέρνουμε μια χαρά. Εκτός αν τύχει και τους
ανακαλύψει κανένα ξένο Νόμπελ. (Αλλά και τότε, λίγες μέρες μετά τους πρώτους
πανηγυρισμούς, αρχίζει να κυκλοφορεί το φαρμάκι και στα στόματα και στα
ρεπορτάζ των εφημερίδων).
Μικρότητες μιας κομπλεξικής κοινωνίας
φοβισμένων ανθρώπων, που βλέπουν την επιτυχία του άλλου σαν απειλή. Που δε
δέχονται τη νομιμότητα του επαίνου παρά μόνο μετά θάνατον. (Το άκουσα: «Τέτοιο
κείμενο μόνο αφού πεθάνει επιτρεπόταν να γραφτεί»).
Έτσι, λοιπόν, κύριοι: αγωνιστείτε,
κοπιάστε, αλλά μην προσδοκάτε αναγνώριση, θα έρθει όταν δεν θα υπάρχετε εσείς.
Ή εσείς ή αυτή. Λεφτά κερδίστε όσα θέλετε. Η κοινωνία μας (αντίθετα με τις
ξένες) επιτρέπει να κάνεις επίδειξη χρημάτων (αυτό θαυμάζεται) αλλά όχι και
ταλέντου (αυτό είναι νεοπλουτικό). Προπαντός σεμνότης! Το να περιφέρεις μια προσωπικότητα
σ’ αυτή τη χώρα είναι εξίσου απρεπές με το να επιδεικνύεις τα γεννητικά σου
όργανα στα πάρκα.
Έχουμε βρει και το όπλο που σκοτώνει
κάθε ευγενική φιλοδοξία. Όποιος κινείται «προβάλλεται». Ο επιστήμονας που
παρουσιάζει μια ανακοίνωση το κάνει για να προβληθεί. Ο συγγραφέας που γράφει
ένα βιβλίο το ίδιο. Όλα γίνονται για την προβολή. Κι όσοι τολμούν επώνυμα να
δημιουργούν, αποκαλούνται επιδειξίες. Όχι βέβαια πως δε γίνεται και πολλή
προσπάθεια για επίδειξη. Ακριβώς επειδή τόσο έχουμε στερηθεί τον έπαινο,
κάνουμε τα πάντα για να τον αποκτήσουμε. (Σαν το ποτό, στην εποχή της
ποτοαπαγόρευσης). Και φθηνή επίδειξη γίνεται και κακή προβολή.
Αλλά δεν είναι κάθε δραστηριότητα
προβολή, ούτε κάθε εργασία διαφημιστικό κόλπο. Πρέπει κάποτε να μάθουμε να αξιολογούμε
και να δεχόμαστε την ποιότητα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δύναμη της παρουσίας
στον καθένα. Γιατί ο καθένας έχει κάτι να πει και πρέπει να μπορεί να το πει. Ο
αποκλεισμός της προβολής (που μοιάζει δημοκρατικός), είναι στην πραγματικότητα
ριζικά ελιτίστικος.
Κλασική λογοτεχνική αντίδραση (η
αρνητική άποψη του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»): «Ποιος νομίζει πως είναι;».
Είναι αυτός που είναι και δεν
υποχρεούται να ζητήσει συγγνώμη από κανέναν, επειδή είναι έτσι… Ούτε χρωστάει
σε κανέναν τίποτε. Άσε τον λοιπόν, κύριε, να κάνει τη δουλειά του και κοίταξε
και εσύ τη δική σου.
Αδύνατον! Ο μηχανισμός της σύγκρισης
δουλεύει αυτόματα και συνέχεια. Παράδειγμα: «Και τι ήταν δηλαδή ο Τάδε;
Υπερβολές!. (Ο μηχανισμός λειτουργεί έτσι: εγώ είμαι πιο σημαντικός από τον
Τάδε – όταν όμως πεθάνω δε θα γίνει τέτοιος θόρυβος…). Ναι, και το θάνατο του
άλλου φθάνουμε να φθονήσουμε.
Ενώ οι σεμνοί! Τι υπέροχοι άνθρωποι οι
σεμνοί! Η σεμνότητα, όμως, που απαιτούμε δεν είναι βέβαια η ταπεινότητα του
μεγάλου, που ξέρει τα όρια του ανθρώπινου. Στην καλύτερη περίπτωση είναι το
φοβισμένο « λάθε βιώσας» του ραγιά (σκύψε και μη δίνεις στόχο), στη χειρότερη
περίπτωση η σεμνοτυφία του Ιησουϊτη που πιστεύει πως είναι μέγας, αλλά δεν
καταδέχεται να το δείξει. Άλλη μια πλευρά του νεοελληνικού πουριτανισμού. Που,
όπως κάθε πουριτανισμός, πηγάζει από δική μας αναπηρία, αβεβαιότητα και
στέρηση.
Κι έπειτα παραπονιόμαστε που δεν
έχουμε ηγεσία! Αφού κανένας μας δεν παραδέχεται τον άλλον! Εκτός και αν είναι
ασήμαντος και ακίνδυνος – οπότε, συμβατικά κάνουμε πως τον δεχόμαστε. (Κοιτάξτε
τις δουλικότατες τιμές που γίνονται σε πολιτικούς και «προέδρους»).
Και έξω οι άνθρωποι ανταγωνίζονται ο
ένας τον άλλο, αλλά θετικά. Κοιτάνε να προσπεράσουν με τη δική τους ταχύτητα
και όχι βάζοντας τρικλοποδιές. Χαίρονται την ικανότητα του διπλανού τους,
προσπαθούν να την προωθήσουν, χωρίς ποτέ να σκεφτούν ότι αυτό που θα κερδίσει ο
άλλος θα το στερηθούν αυτοί. Βλέπω συγγραφείς, επιστήμονες να μάχονται για την
επιβολή της θεωρίας ενός τρίτου – και απορώ. Όχι για τους άλλους. Για μας!
Είναι περίεργο πως ακόμη έχουμε το θάρρος να χτίζουμε, όταν οι κατεδαφιστές
γύρω μας είναι μυριάδες…
Νίκος
Δήμου, κείμενο δημοσιευμένο σε ηλεκτρονική μορφή, στην προσωπική του
ιστοσελίδα.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Επισημάνετε στο παρακάτω κείμενο τις γλωσσικές και
αφηγηματικές επιλογές, με τις οποίες η Μέλπω Αξιώτη πετυχαίνει να δώσει
προφορικότητα στο ύφος λόγου της και μεταγράψτε το κείμενο σε πιο επίσημο ύφος
λόγου κάνοντας τις αναγκαίες αλλαγές σε επίπεδο γλωσσικών επιλογών.
ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Μας ήρθε τις προάλλες από την Αμερική ένας δημοσιογράφος. Δουλειά τους
είναι βέβαια οι δημοσιογράφοι να πηγαίνουν να ’ρχουνται. Δουλειά τους είναι
επίσης να ταξιδεύουν με ειδική καθορισμένη αποστολή.
Ο αιώνας του ιμπεριαλισμού κατάντησε τον «καταμερισμό της δουλειάς», όπως
τον λένε, αξιοθαύμαστο. Μας έδωσε στη ραφτική, να πούμε, την κουμποτρυπού και
στους γιατρούς που ήταν άλλοτες ο ίδιος για τη γέννα, τη θέρμη και το έκζεμα,
μας έδωσε τον ωτολόγο. Ώσπου να συζητάνε σήμερα, αν είναι ο ίδιος ο κατάλληλος
για τα δυο μας αυτιά, κι όχι ένας για τ’ αριστερό κι άλλος για το δεξί μας.
Ποιος το ξέρει. Πάντως αυτός ο καταμερισμός έδωκε αποτελέσματα.
Χιλιοπολλαπλασίασε τους βιομηχανικούς ρυθμούς.
Ο δημοσιογράφος το λοιπόν απ’ την Αμερική ήρθε με τούτη την αποστολή: Να
μπει στ’ αεροπλάνο, να βγει στ’ αεροδρόμιο και να φωτογραφήσει ένα ελληνικό
καμένο χωριό. Να δουν οι κόσμοι να πειστούν ότι οι σύμμαχοι είναι ενήμεροι
απάνω στα ελληνικά πολεμικά ρημάδια.
Ήρθε ο Αμερικάνος λοιπόν, στην Αθήνα, ξεκίνησε για το χωριό, τον εσυνόδευε
και μια Ελληνίδα για διερμηνέας. Πάνε κάπου στην τύχη. Πού να πας να μην
έβρεις! Πάνε κείθε στο Βόλο. Φαπ συναντάν αμέσως το καμένο χωριό. Φαπ, βγάζει ο
Αμερικάνος τα εργαλεία, το φωτογραφίζει. Μαζεύει τα εργαλεία του, έτοιμος. Θα
ξαναμπεί πάλι στ’ αεροπλάνο, θα γυρίσει στη βάση του.
Μόνο πως ήταν καλοκαίρι και να πάρει η οργή διψάσανε. Μπαίνουν με την
κοπέλα σ’ ένα σπιτάκι, πίνουν. Γύρω τριγύρω, ερημιά.
Ένας μπόγος κουρέλια χρώμα καφέ ανοιχτό που λέγεται τσουβάλι είναι
πεταμένος στη γωνιά. Είναι παιδί στην κούνια. Άλλος μπόγος κουρέλια που
κρέμουνται από κάτω του δυο στειλιάρια κακαριασμένα κινιέται μόλις μ’ ένα
αργό ρυθμό. Είναι το πιο μεγάλο παιδί που πορπατεί. Μπόγοι τέτοιοι παρόμοιοι,
γύρω γύρω πέντε, έξι. Όσα ακριβώς και τα παιδιά.
Κατά τ’ άλλα, γύρω, απόλυτη ερημιά. Θαρρείς ότι κοιμήθηκες και μεταφέρθηκες
στον ύπνο σου στην αρχαία Πομπηία. Την ώρα που την έπνιξε η λάβα του Βεζούβιου.
Κρεβάτι, κάθισμα, τραπέζι, γιούκος, πράμα ορθό που λέγεται έπιπλο μέσα στο
σπίτι; Όχι, τίποτας. Κλαριά από δέντρα λιανισμένα εδώ κι εκεί και κουρελούδες.
Τσουκάλι στη φωτιά να βράζει, πόρτα να κλιει μπροστά σου, σκεπή από πάνω,
να χωρίζει τον ουρανό με τ’ άστρα από τη γη; Όχι, όχι τίποτας. Πέτρες,
κοτρόνες, τρύπες, κάτι σκουριάρες λαμαρίνες που τις χτυπά ντέφι η νοτιά, και
κατά τ’ άλλα, γύρω απόλυτη ερημιά. Δυο χρόνια ύστερα απ’ τον πόλεμο.
- Πως ζείτε; λέει η Ελληνίδα διερμηνέας στη μάνα. Δε σας μοιράζουν τίποτα;
Γύρισε κι είδε η μάνα τον Αμερικάνο και κάτι που το λένε ευγένεια ξεκίνησε
από μέσα της κι έφτασε ως τα χείλια.
- Πως, λέει, μας δίνει γάλα η Ούνρα. Μας το μοιράζουνε κάποτες.
Ανάμεσα στις ξένες λέξεις που ως τότε δεν τις καταλάβαινε άκουσε μια γνωστή
του ο Αμερικάνος. Απόκοψε τη σιωπή, ρωτά τη διερμηνέα, άκουσε την εξήγηση,
έβγαλε το καρνέ του κι έγραψε:
«Στο τάδε ελληνικό καμένο χωριό που ήρθα και φωτογράφισα, η Ούνρα μοιράζει
γάλα».
- Δεν έχεις άντρα; λέει η διερμηνέας.
- Έχω, λέει η μάνα.
- Δεν εργάζεται;
- Λείπει.
- Πού λείπει;
- Στο βουνό.
- Τι κάνει εκεί;
- Τον κυνηγάν. Ήταν στην κατοχή αντάρτης.
Δεν ξανάκουσε ο Αμερικάνος καμιά άλλη λέξη γνώριμη. Δεν εξανάβγαλε το καρνέ
του να γράψει. Ξανάπεσε στη σιωπή, γύρισε στην Αθήνα, μπήκε στ’ αεροπλάνο κι
έφυγε. Έφτασε στην Αμερική, άνοιξε τη βαλίτζα του κι έβγαλε από μέσα το καμένο
χωριό.
Και κάντε χάζι τώρα όπου θα δημοσιευτεί με πάσα πολυτέλεια απ’ την υπηρεσία
του και θα γράφει από κάτω:
«Στο τάδε ελληνικό καμένο χωριό που φωτογράφισε επί τόπου ο ειδικός
απεσταλμένος μας η Ούνρα μοιράζει γάλα».
Όμως στη βιομηχανία τουλάχιστον τα σκόρπια μηχανήματα του καταμερισμού στο
τέλος συναρμολογούνται και φτιάχνουν ακέργιο μηχάνημα. Αλλά στην κοινωνία δεν
είναι ως φαίνεται τόσο απαραίτητο.
Όλοι εκείνοι οι μπόγοι σ’ εκείνο το χωριό που ήτανε κάποτε παιδιά και τώρα μέσα
στα τσουβάλια μόλις που αναπνέουνε. Όλη εκείνη η άβυσσο. Πού πονούνε όλοι
αυτοί; Ποιος τους κατάντησε ως εκεί; Πού είναι οι πατεράδες; Αυτή είναι
φαίνεται άλλη υπόθεση.
Εδώ, κύριοι, βλέπετε μια τελευταίας παραγωγής «λάικ ας» φωτογραφία,
διαβάζετε από κάτω ότι μοιράζει η Ούνρα γάλα κι έχει η Ευρώπη εμπρός της όλη τη
σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Κι έτσι ταχτικά γράφεται και παίρνει σβάρνα τον ντουνιά η σύγχρονη, η
αδιάψευστη, η αντικειμενική, η αδέκαστη, αλλά μόνο ξεκοιλιασμένη απ’ τον
πνευματικό σκόπιμο «καταμερισμό» διεθνής ιστορία.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Βρείτε από ένα χωρίο
στο παρακάτω κείμενο, στο οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το ύφος λόγου
αντίστοιχα: αυτοαναφορικό, γλαφυρό, απλό.
Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη
Κεντρικός
ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου Ματωμένα χώματα είναι ο Μανόλης
Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ, ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό λόγο,
την οικογενειακή και την προσωπική του ιστορία και, διά μέσου αυτής, καταγράφει
την . Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και
αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη του νεαρού αφηγητή στη Σμύρνη το 1910.
Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει εργασία, απογαλακτίζεται από την
οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.
Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν
πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα* μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο
μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα
δεν ήξερα και κανένας δε μ' ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο
δεντρί.
Ακούμπησα σ' ένα χάνι* το τρίχινο ζεμπίλι* με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα* στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο* φράγκικο* πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες* μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι* μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε* ν' αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια* που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά* στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν* τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά* που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες* που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· * έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα
Ακούμπησα σ' ένα χάνι* το τρίχινο ζεμπίλι* με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα* στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο* φράγκικο* πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες* μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι* μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε* ν' αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια* που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά* στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν* τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά* που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες* που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· * έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα
κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ
καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες
που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά*
μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη
Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα*
το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι*
του, ένα μακρύ ίσαμ' ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά
λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».
Όταν ήμουνα πολύ
μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να βλέπω
ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω ένα
τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί,
ν'ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν'ακούσω την καρδιά της. [...]
Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια* για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα 'πρεπε να 'ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.
Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε.* Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή* δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες* και χρειαζούμαστε χέρια.».
Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ' έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί* κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια* κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού»,* και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου 'βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ' τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει* τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.*
Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο* πάνω στην άψα* της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· * εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αραμπάδες,* τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα* που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι.* Ο Χατζη- σταυρής μ' ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες.* Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα* του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός.* Και τόντις,* όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν' αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του 'δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία* του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ' άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.
- Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή.
Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το 'στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.
Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια* και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες».* Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες,* μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους, τσεμπλεμπούδες,* παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια,* μα και γλασσάδες* και ζαχαρωτά και γλειφιτζούρια.
Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές* είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.* Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"
Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο...
Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια* για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα 'πρεπε να 'ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.
Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε.* Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή* δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες* και χρειαζούμαστε χέρια.».
Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ' έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί* κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια* κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού»,* και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου 'βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ' τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει* τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.*
Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο* πάνω στην άψα* της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· * εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αραμπάδες,* τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα* που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι.* Ο Χατζη- σταυρής μ' ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες.* Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα* του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός.* Και τόντις,* όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν' αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του 'δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία* του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ' άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.
- Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή.
Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το 'στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.
Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια* και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες».* Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες,* μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους, τσεμπλεμπούδες,* παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια,* μα και γλασσάδες* και ζαχαρωτά και γλειφιτζούρια.
Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές* είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.* Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"
Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο...
Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Στο παρακάτω
κείμενο να χαρακτηρίσετε το ύφος λόγου και να το δικαιολογήσετε σε σχέση με το
κειμενικό είδος, όπου μπορούμε να το εντάξουμε.
Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 1942
Αγαπητή Κίτυ,*Η μητέρα είναι τρομερά εκνευρισμένη, πράγμα που με εκθέτει σε κίνδυνο. Είναι τάχα τυχαίο που πάντα εγώ τα πληρώνω και ποτέ η Μαργκότ; Χθες βράδυ, για παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα· κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και με παρακάλεσε να της το δώσω. Θέλησα να το κρατήσω ακόμα μια στιγμή. Η Μαργκότ θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η μητέρα λέγοντας:
- Η Μαργκότ είχε και διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το δώσεις.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε:
- Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα από τα βιβλία σου!
Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο - πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη.
Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο πατέρας δίχως να ρωτήσει την αιτία της φιλονικίας* μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι' αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει.
Η μητέρα προστατεύει
τη Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο
πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει εντελώς αδιάφορη στις μομφές* της μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της Μαργκότ.
Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει μ' επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα.
Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ' όλ' αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα* δε μ' ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει.
Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι.
Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της.
Περισσότερο απ' όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη.
Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν' αράξω. Όλ' αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ'εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου.
Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ'εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι' αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα;
Ποιος άλλος
θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ συχνά μου λείπει η
δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω τίποτε. Δεν το αγνοώ·
προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να ξαναρχίσω από την αρχή. Με
μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια μέρα, η Άννα είναι
πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για οποιοδήποτε θέμα· την
επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτ' απολύτως και
φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία πράγματα.Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει μ' επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα.
Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ' όλ' αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα* δε μ' ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει.
Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι.
Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της.
Περισσότερο απ' όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη.
Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν' αράξω. Όλ' αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ'εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου.
Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ'εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι' αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα;
Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα εκφράσω.
Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ' ενοχλούν κι εκείνους που παρεξηγούν ό,τι θέλω να πω!
Τελικά ξαναγυρίζω πάντα αυτόματα στο Ημερολόγιό μου, που είναι για μένα η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίτυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι πως σε πείσμα όλων θ' αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ τα δάκρυά μου. Μόνο που θα 'θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα 'θελα πολύ να έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ' αγαπά.
Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.
Δική σου, Άννα
Ά. Φρανκ, Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ,
μτφρ. Γ. Γ. Θωμόπουλος, Μίνωας
μτφρ. Γ. Γ. Θωμόπουλος, Μίνωας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου