«Διδακτικό
σενάριο στη Νεοελληνική Γλώσσα για την Γ΄ τάξη του Λυκείου υπό το πρίσμα του
κριτικού γραμματισμού: Η κοινωνία των πολιτών – ο εθελοντισμός.»
Περίληψη
Το προτεινόμενο
διδακτικό σενάριο εφαρμόστηκε στο Βαρβάκειο Λύκειο κατά το σχολικό έτος
2014-2015. Για την υλοποίησή του χρειάζονται τρεις διδακτικές ώρες και υπάγεται
στο πλαίσιο διδασκαλίας της Νεοελληνικής Γλώσσας υπό το πρίσμα του κριτικού γραμματισμού. Ο
κριτικός γραμματισμός είναι η νέα επιστημονική τάση στη διδασκαλία της γλώσσας,
η οποία έρχεται να συμπληρώσει την επικοινωνιακή και κειμενοκεντρική προσέγγιση
της γλωσσικής διδασκαλίας, προκειμένου να παρέχονται στους/στις μαθητές/τριες
τα κατάλληλα ερεθίσματα, για να εντοπίζουν όχι μόνο τα ρητά αλλά και τα άρρητα
νοήματα, που διατυπώνονται σε διάφορα κείμενα της εγγράμματης πραγματικότητάς
τους, όπως αυτά προβάλλονται με τους συμβατικούς και ηλεκτρονικούς διαύλους
επικοινωνίας. Η θεματική ενότητα, την οποία προσεγγίζει το προτεινόμενο
διδακτικό σενάριο, είναι η Κοινωνία των Πολιτών, ένα πεδίο που σχετίζεται άμεσα
με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον εθελοντισμό και εντάσσεται στο νέο Πρόγραμμα
Σπουδών για τη Νεοελληνική Γλώσσα, που εκπονήθηκε από την συντακτική ομάδα στο
πλαίσιο του προγράμματος «Νέο Σχολείο –
Νέα Προγράμματα Σπουδών» του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής το 2014-2015.
«Λέξεις – κλειδιά»:
Κοινωνία των Πολιτών, κριτικός γραμματισμός, πολυγραμματισμοί, πολυτροπικότητα,
επικοινωνιακή ικανότητα.
Εισαγωγή
Οι τρόποι με τους
οποίους παράγεται και διανέμεται η γνώση κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν
αλλάξει ριζικά. Οι σημερινές κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και
πολιτισμικές συνθήκες απαιτούν όλο και περισσότερο ανθρώπους που διαθέτουν
ικανότητες λειτουργικού και κριτικού γραμματισμού. Παράλληλα, η τεχνολογική
στροφή των τελευταίων δεκαετιών στον τομέα της επικοινωνίας (π.χ. ο ρόλος των
τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης και γενικότερα των Νέων Τεχνολογιών) και οι συχνές
αλλαγές των κοινωνικών και πολιτισμικών δεδομένων απαιτούν από τον σύγχρονο
άνθρωπο αφενός ευελιξία και κριτική ικανότητα ανάγνωσης των ραγδαίων αυτών
μεταβολών.
Για όλους αυτούς
τους λόγους, η πρώτη και βασικότερη ικανότητα που οφείλει να αποκτήσει ένα
άτομο σήμερα είναι η επικοινωνιακή-γλωσσική επάρκεια, για να λειτουργεί
αποτελεσματικά ως μελλοντικός πολίτης σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας
προς όφελος δικό του και της κοινωνίας. Εξάλλου, το γεγονός ότι τα άτομα
αλληλεπιδρούν πλέον με ποικίλους σημειωτικούς τρόπους (γλώσσα, εικόνα, ήχος)
έχει ως συνέπεια τη σταδιακή μετάβαση από την κυριαρχία του έντυπου λόγου στην
αυξανόμενη χρήση ψηφιακού και πολυτροπικού λόγου. Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη και οι νέοι γραμματισμοί σε τεχνικό, λειτουργικό, αλλά και αναστοχαστικό
επίπεδο, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θα υποτιμηθεί ο γραπτός λόγος, με
την κλασική έντυπη μορφή του.
Με βάση το
παραπάνω σκεπτικό, το προτεινόμενο διδακτικό σενάριο αποβλέπει κατά κύριο λόγο
στην εξοικείωση των μαθητών με πολυτροπικά κείμενα, ανάλογα με αυτά που προβάλλονται
στο διαδίκτυο. Με αυτό τον τρόπο θα είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τους
διαφορετικούς επικοινωνιακούς σκοπούς που αυτά κάθε φορά υπηρετούν και να
εντοπίζουν όχι μόνο τα πρόδηλα μηνύματα, αλλά και όσα συχνά υποκρύπτονται υπηρετώντας οικονομικές,
πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες. Το διδακτικό σενάριο, επίσης, είναι σύμφωνο
με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τη γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Το νέο
Πρόγραμμα Σπουδών αποτελεί συνέχεια του Π.Σ. για τη διδασκαλία της νέας ελληνικής
στο Γυμνάσιο (συμπληρωματικό Π.Σ. Γυμνασίου του 2011), καθώς και του Π.Σ. για
την Α΄ τάξη του Λυκείου (ισχύον Π.Σ. του 2012), με το οποίο σχετίζεται στενά ως
προς τους στόχους και τη μεθοδολογία.
Θεωρητικό πλαίσιο
Για τον σχεδιασμό
και την εκπόνηση του προτεινόμενου διδακτικού σεναρίου βασιστήκαμε στο μοντέλο
της επικοινωνιακής και κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γλώσσας, αφού σ’ αυτό
στηρίζεται η σύγχρονη γλωσσική
διδασκαλία. Σημαντική για την επικοινωνιακή προσέγγιση της διδασκαλίας της
γλώσσας είναι η έννοια της περίστασης επικοινωνίας, αφού σ’ αυτή μπορούν οι
μαθητές/τριες να κατανοούν και να παράγουν τις ποικίλες μορφές λόγου που
χρησιμοποιούνται στην κοινωνία συνδέοντάς τες με τις συνθήκες επικοινωνίας
εντός των οποίων παράγονται (Χαραλαμπόπουλος, Α., Χατζησαββίδης, Σ., 1997). Από
την άλλη, κεντρική θέση καταλαμβάνει η ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας και των
επιπέδων της γλώσσας και του ύφους (Κακριδή – Ferrari, Μ., Χειλά – Μαρκοπούλου,
Δ.,1996). Γι’ αυτό το λόγο η οικείωση των μαθητών/τριών με την ποικιλία των
κειμενικών ειδών και την πολλαπλότητα των κειμενικών λειτουργιών αποτελεί τον
πυρήνα της γλωσσικής εκμάθησης (McCarthy,
M., Carter R., 1994). Πρέπει, επομένως,
να ενθαρρύνεται η επαφή του/της μαθητή/τριας και η ενεργός συμμετοχή του/της σε
ένα ευρύ φάσμα επικοινωνιακών γεγονότων (Γεωργακοπούλου, Α., Γούτσος Δ., 1999).
Επίσης, το
διδακτικό σενάριο βασίζεται στις κειμενικές λειτουργίες, τις οποίες έχει
αναδείξει η Ανάλυση Λόγου στο πλαίσιο της κειμενοκεντρικής προσέγγισης του
λόγου. Αυτές είναι η Συνοχή (cohesion),
η οποία αναφέρεται στους γραμματικούς τρόπους σύνδεσης των δομικών στοιχείων
του κειμένου, η Συνεκτικότητα (coherence), η οποία αναφέρεται στις
εννοιολογικές συνδέσεις των δομικών στοιχείων, τις οποίες προβάλλει στον αναγνώστη
το κείμενο, η Προθετικότητα (intentionality), η Καταστασιακότητα
(situationality) και η Αποδεκτότητα (acceptability). Αναφορικά με τις τρεις
τελευταίες κειμενικές λειτουργίες, η Προθετικότητα είναι ο παράγοντας που μας
υποδεικνύει ότι ο πομπός ενός κειμένου (προφορικού ή γραπτού) έχει συνειδητή
πρόθεση επίτευξης συγκεκριμένων στόχων με την
παραγωγή του κειμένου του, η Καταστασιακότητα αναφέρεται στο χειρισμό
των συνθηκών της επικοινωνίας από το συγγραφέα και η Αποδεκτότητα αναφέρεται
στη δυνατότητα του παραλήπτη ενός κειμένου να αναγνωρίζει σε αυτό έναν ή
περισσότερους συνεπιδρώντες παράγοντες από όσους αναφέρθηκαν πιο πάνω
(Ματσαγγούρας, Η., 2001).
Τα κριτήρια
κειμενικότητας συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση του τρόπου οργάνωσης, σύστασης
και κατανόησης του κειμένου. Από τα κριτήρια αυτά διαφαίνεται ότι το κείμενο
δεν είναι μια ακολουθία προτάσεων, αλλά έχει πολυεπίπεδη οργάνωση. Αν λείπει κάποια
από τις παραπάνω σταθερές, τότε το συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι
επικοινωνιακό, είναι μη - κείμενο. Η έμφαση στο κείμενο επαναφέρει στο
προσκήνιο το ενδιαφέρον για το γραπτό λόγο. Χωρίς να αμφισβητείται η
σπουδαιότητα του προφορικού λόγου, ήδη σημειώνεται στροφή στη μελέτη των
γλωσσικών σχέσεων, όπως εμφανίζονται στην ευρύτερη ενότητα, που συνιστά το
κείμενο (Μπαμπινιώτης Γ., 1985). Ανάλογες σχέσεις διαπιστώνονται και αξίζει να
διερευνώνται και σε πολυτροπικά κείμενα, όπως αυτά που συναντάμε στο διαδίκτυο,
το οποίο αποτελεί πλέον κύριο μέσο πληροφόρησης, αλλά και στήριξης και
οργάνωσης της διδασκαλίας.
Από την άλλη,
κάθε κείμενο εντάσσεται μαζί με τα ομοειδή του σε μια ευρύτερη κατηγορία είδους
λόγου / κειμένου ( genre ). Τα είδη λόγου είναι κανόνες, οι οποίοι περιορίζουν
τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας και ο αναγνώστης κατασκευάζουν το νόημα στα
κείμενα, αλλά ταυτόχρονα είναι απαραίτητοι, αφού μας καθιστούν ικανούς να τα
διαβάζουμε. Τα κείμενα διαβάζονται και κατανοούνται μέσω του είδους στο οποίο
ανήκουν (Χατζησαββίδης, Σ., 2002). Οι κατηγορίες κειμενικών ειδών
προσδιορίζονται με βάση τις συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες συγκροτείται το
κείμενο. Τα είδη λόγου, ως κατηγορίες κειμένων, αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά
μιας πολιτισμικής και γλωσσικής κοινότητας, κοινωνικές κατασκευές που
εξυπηρετούν διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες. Τα κειμενικά είδη περιέχουν μορφές
και έννοιες οι οποίες απορρέουν και εγγράφουν τις λειτουργίες, τους σκοπούς και
τα νοήματα κοινωνικών περιστάσεων. Αποτελούν έτσι ένα είδος δείκτη και κατάλογο
του συνόλου των κοινωνικών περιστάσεων μιας κοινότητας σε μια δεδομένη ιστορική
στιγμή (Ματσαγγούρας, Η., 2001).
Κατά συνέπεια, τόσο η επίτευξη της
επικοινωνίας όσο και η δυνατότητα επίτευξης πράξεων συναρτώνται με μηχανισμούς
και στρατηγικές του λόγου που αφορούν στις γλωσσικές ενδείξεις και τις
κειμενικές δομές. Με άλλα λόγια, κάθε κειμενικό είδος έχει τα δικά του
διακριτικά γλωσσικά, εξωγλωσσικά και μακροδομικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με το
σκοπό που επιδιώκει να πραγματοποιήσει (Αρχάκης, Α., 2005). Τέτοια κειμενικά
είδη συναντάμε στο διαδίκτυο, ειδικά σε ιστοσελίδες εθελοντικών και μη κυβερνητικών
οργανώσεων, στις οποίες παραπέμπουμε τους/τις μαθητές/τριες στο προτεινόμενο
διδακτικό σενάριο. Η αναγνώριση του είδους του κειμένου και της επικοινωνιακής
πρόθεσης του συντάκτη του είναι μία δεξιότητα που πρέπει να έχει ένας νέος
σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπίζει πιο κριτικά την πραγματικότητα γύρω του.
Από την άλλη, η
συστημική λειτουργική προσέγγιση έχει συνεισφέρει σημαντικά στην εκπαίδευση με
στόχο την κριτική γνώση για τη γλώσσα (critical knowledge about language), ή
την κριτική γλωσσική συνειδητότητα (critical language awareness). Η γνώση,
δηλαδή, της συστημικής λειτουργικής γραμματικής, εκτός από την ενσυνείδητη
κατανόηση των δομικών και λειτουργικών στοιχείων της γλώσσας, μπορεί να
βοηθήσει τον/την μαθητή/-τρια να κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους
χρησιμοποιούνται με συστηματικό τρόπο γλωσσικά σχήματα για την κατασκευή του
κοινωνικού κόσμου. Η θεωρητική θέση ότι η γραμματική διαμορφώνει την
πραγματικότητα και μετατρέπει τις αντιλήψεις σε νοήματα και ότι οι κατηγορίες
και οι έννοιες της υλικής μας ύπαρξης κατασκευάζονται με τη γλώσσα
χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια, κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες, στα πλαίσια
αυτού που ονομάζεται κριτικός γραμματισμός [critical literacy].
Στόχος του κριτικού γραμματισμού δεν είναι
μόνο η ανάπτυξη της ικανότητας που επιτρέπει στους/στις μαθητές/τριες να
χειρίζονται διάφορα είδη και τύπους λόγου, αλλά η απόκτηση βαθιάς και
ουσιαστικής γνώσης για τη γλώσσα, η συνειδητοποίηση της δυναμικής των νοημάτων
των διαφόρων τύπων λόγου, τα οποία κατασκευάζονται μέσω της γλώσσας, και η
κατανόηση των μεθόδων με τις οποίες κατασκευάζεται η γνώση, και ειδικότερα η
σχολική γνώση. Ο κριτικός γραμματισμός αφορά στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης
των μαθητών/τριών απέναντι στις γλωσσικές χρήσεις, τους τρόπους με τους οποίους
κάθε γλωσσική χρήση εγγράφει και αντανακλά κοινωνικές πρακτικές, αλλά και πώς
μέσω της διαφοροποίησης της γλωσσικής χρήσης αυτές οι κοινωνικές πρακτικές
μπορούν εξίσου να διαφοροποιηθούν (Δανασσή – Αφεντάκη κ.α., 2002).
Κατά συνέπεια, ο
κριτικός γραμματισμός παρέχει τη δυνατότητα στους/στις μαθητές/-τριες να
αποκτήσουν πρόσβαση στα κοινωνικά ισχυρά νοήματα, καθώς και στις πρακτικές με
τις οποίες μπορούν αυτά να κατασκευαστούν, και να συνειδητοποιήσουν ότι τα
νοήματα «με ισχύ» δεν είναι «φυσικά», αλλά κατασκευασμένα, και μπορούν επομένως
να γίνουν αντικείμενο αμφισβήτησης και ανακατασκευής. Προκειμένου να μελετηθούν
και να αξιολογηθούν τα νοήματα που κατασκευάζονται από τα γλωσσικά στοιχεία
ενός κειμένου, επισημαίνει η Hasan (1984), είναι ιδιαίτερα σημαντική και
απαραίτητη η γνώση της συστημικής λειτουργικής γραμματικής, καθώς επιτρέπει
στους χρήστες μιας γλώσσας να καταλαβαίνουν πώς τα λεξικογραμματικά στοιχεία
κατασκευάζουν αυτά τα νοήματα. Έτσι, τους παρέχει την ενσυνείδητη δυνατότητα να
τα αναπαράγουν ή να τα ανακατασκευάζουν και με τον τρόπο αυτό να συμμετέχουν σε
διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής.
Θεμελιακή,
λοιπόν, αρχή της παιδαγωγικής του κριτικού γραμματισμού είναι ότι τα κείμενα
αποτελούν κοινωνικές δράσεις που, μέσω των διαφοροποιημένων ανά περίσταση
γλωσσικών υλικών τους και των εν γένει δομικών στοιχείων τους, κατασκευάζουν,
κατ’ επιλογή και συνειδητά, ποικίλες οπτικές του κόσμου. Η αρχή αυτή
προϋποθέτει επαρκή επίγνωση της «εξουσίας της γλώσσας» αλλά και της «γλώσσας
της εξουσίας». Οι σχετικές με τον κριτικό γραμματισμό πρακτικές δίνουν έμφαση
στη συνεχώς εξελισσόμενη και επαναπροσδιοριζόμενη φύση των κειμενικών ειδών, τα
οποία μπορεί να επιτελέσουν λειτουργίες τέτοιες που να επιφέρουν βελτιωτικές
αλλαγές στην κοινωνία. Πρόκειται για αναγνωστικές και συγγραφικές πρακτικές που
εξυπηρετούν την αποδόμηση και ανα-δόμηση κειμένων, στοχεύοντας στην αμφισβήτηση
κάθε αλήθειας, που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς κριτική διερεύνηση.
Επομένως, η
παιδαγωγική του κριτικού γραμματισμού έρχεται να συμπληρώσει την επικοινωνιακή
και κειμενοκεντρική προσέγγιση του λόγου, προκειμένου αυτή να μη μετατραπεί σε
μια φορμαλιστική θεώρηση της κατανόησης των γραπτών κειμένων και σε μια
μηχανική διαδικασία παραγωγής γραπτού λόγου.
Οι διδακτικοί στόχοι
Το προτεινόμενο διδακτικό
σενάριο έχει τους ακόλουθους διδακτικούς στόχους, με τους οποίους παράλληλα
επιδιώκεται η κατάκτηση από τους/τις μαθητές/τριες των ακόλουθων γνώσεων για
τον κόσμο και η καλλιέργεια των εξής γραμματισμών και δεξιοτήτων:
- να κατανοήσουν ότι τα κείμενα είναι έτσι δομημένα, ώστε να
ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές και επικοινωνιακές περιστάσεις, ενώ
η πρόθεση του πομπού και η δομή τους εξασφαλίζονται με τις κατάλληλες επιλογές
σε επίπεδο γλωσσικής συνοχής και νοηματικής συνεκτικότητας
-να εξοικειωθούν οι μαθητές/τριες με τις ιδιαιτερότητες του ακαδημαϊκού
λόγου για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό εξοικειώνονται με την πληροφοριακή δομή και τον σκοπό
διαφορετικών κειμενικών ειδών που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα
(επιστημονικά άρθρα, φυλλάδια οργανώσεων, ειδήσεις, σχόλια, ενημερωτικά έντυπα
και διαφημίσεις, νομικά κείμενα κ.ά.)
- να ασκηθούν στο να αναζητούν, να εντοπίζουν και να κατανοούν κείμενα
από ποικίλες πηγές (έντυπες, ηλεκτρονικές) σχετικά με το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
και της κοινωνίας των πολιτών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στο να διαβάζουν
κριτικά τα κείμενα αυτά και να καταγράφουν σε μορφή σημειώσεων τα κυριότερα
σημεία τους.
- να κατανοήσουν ότι η συνείδηση της ιδιότητας
του πολίτη καθορίζει τον ρόλο και την ταυτότητά του στην κοινωνία.
- να αξιοποιούν τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα, για
να ενημερώνονται για θέματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δράση
διαφόρων ανθρωπιστικών οργανώσεων, ζητήματα που συνάπτονται με την κοινωνία των
πολιτών.
- να διακρίνουν τις γλωσσικές επιλογές και τη
διαφοροποίηση του ύφους σε είδη κειμένων που αναφέρονται στα ανθρώπινα
δικαιώματα όπως φυλλάδια, άρθρα, επιστολές, νομικά κείμενα) και τις συσχετίζουν
με τις επικοινωνιακές περιστάσεις.
- να αποκτήσουν δεξιότητες ψηφιακού
γραμματισμού, τέτοιες ώστε να χρησιμοποιούν με επάρκεια τις Νέες Τεχνολογίες ως
μέσα για γράψιμο/προσωπική έκφραση, (κριτικό) διάβασμα και επικοινωνία.
- να συνθέτουν
ερευνητική εργασία στην οποία απαριθμούν συγκεκριμένες πρακτικές – δράσεις με
τις οποίες οι πολίτες προσφέρουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στην κοινωνία, τη
σημασία αυτών των δράσεων και τρόπους ενίσχυσής τους.
Οι παραπάνω
διδακτικοί στόχοι είναι σύμφωνοι με τη φιλοσοφία του νέου Προγράμματος Σπουδών
για τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος για το Λύκειο και με τις σύγχρονες
διδακτικές πρακτικές που εφαρμόζονται διεθνώς στο γλωσσικό μάθημα (Αγγλία,
Φιλανδία, Αυστραλία), ανεξάρτητα από το αν εφαρμοσθεί το προτεινόμενο Πρόγραμμα
Σπουδών ή αν υπάρξει μία
αναπροσαρμοσμένη έκδοσή του. Επίσης, συνάδουν με την επικοινωνιακή και
κειμενοκεντρική διδακτική προσέγγιση της νεοελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με την
οποία οι μαθητές/τριες πρέπει να αποκτούν την επικοινωνιακή δεξιότητα
(λειτουργικός γραμματισμός) και να είναι σε θέση να αποδομούν τα κείμενα και τα
νοήματά τους ανάλογα με την καταστασιακή περίσταση και την πρόθεση του πομπού,
σε συνδυασμό με την αποδεκτότητα του κειμένου. Τέλος, οι διδακτικοί στόχοι
ανταποκρίνονται στη λογική του κριτικού γραμματισμού, ο οποίος έρχεται να
συμπληρώσει την επικοινωνιακή και κειμενοκεντρική θεωρία, προκειμένου η
διδασκαλία να είναι πιο στέρεη και αποτελεσματική.
Μέθοδος – Η διαδικασία
υλοποίησης
Η χρονική
διάρκεια του προτεινόμενου διδακτικού σεναρίου είναι 3 διδακτικές ώρες. Στη
διάρκεια αυτή περιλαμβάνεται η διαδικασία αυτοαξιολόγησης και ετεροαξιολόγησης
των μαθητών/τριών. Δεν περιέχεται η εκπόνηση της ερευνητικής εργασίας, η οποία
δίνεται στους/στις μαθητές/τριες που απαρτίζουν τις ομάδες εργασίες, αφού αυτή
ζητείται ως ομαδική εργασία στο σπίτι με τη συνεργασία των μαθητών, η οποία
είναι εφικτή, αφού υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους εξαιτίας των
μέσων κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούν. Οι λόγοι για τους οποίους ο
χρόνος που επιλέξαμε για την εκπόνηση και ολοκλήρωση της διδακτικής δράσης
είναι 3 διδακτικές ώρες είναι πρακτικοί. Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι με το
ισχύον σύστημα επιλογής των μαθητών στο Πανεπιστήμιο είναι πιεστική χρονικά η
διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας και ο δεύτερος είναι ότι η δράση
προβλέπεται να ολοκληρωθεί στο εργαστήριο πληροφορικής, η πρόσβαση στο οποίο
είναι πολυτέλεια για τα ελληνικά δεδομένα.
Η μέθοδος
διδασκαλίας είναι η ομαδοσυνεργατική, η οποία δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης
διαμαθητικών σχέσεων και προωθεί την ενεργητική μάθηση ως πιο αποτελεσματική
μορφή μάθησης. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη, η οποία θεωρεί ότι
σημαντική στην εκπαίδευση είναι η γνώση, το ομαδοσυνεργατικό μοντέλο ασπάζεται
την επιστημολογική θέση ότι εξίσου σημαντική με το περιεχόμενο είναι η
διαδικασία της διδασκαλίας, μέσω της οποίας αποκτάται η γνώση. Μάλιστα, είναι
γενικότερα αποδεκτό ότι οι σημερινοί μαθητές θα βρεθούν μελλοντικά στην ανάγκη
να αναζητήσουν και να επεξεργασθούν τις διαθέσιμες πληροφορίες παρά στην ανάγκη
να ανακαλέσουν απλώς από τη μνήμη τους πληροφορίες που κατέχουν (Ματσαγγούρας,
Η., 2000).
Στο εργαστήριο,
λοιπόν, της πληροφορικής οι μαθητές/τριες χωρίζονται σε ομάδες 2-3 ατόμων, ώστε
να υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης συνεργατικής δράσης μπροστά από την οθόνη
κάθε ηλεκτρονικού υπολογιστή. Αρχικά, ως αφόρμηση δίνεται κείμενο σχετικό με
την κοινωνία των πολιτών, το οποίο οι μαθητές/τριες προσεγγίζουν διαδικτυακά
και μελετούν ανά ομάδες κρατώντας κριτικά σημειώσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε το
κείμενο της Οργανωτικής Επιτροπής
της Πρωτοβουλία για τη Δημιουργία της Βουλής της Κοινωνίας των Πολιτών (http://www.koinoniamko.gr) ή
το κείμενο για την Κοινωνία των Πολιτών της Μ. Σημίτη(http://digilib.lib.unipi.gr/spoudai/bitstream/spoudai/148/1/t52_n4_166to182.pdf), το οποίο είναι πιο ουδέτερο γλωσσικά και
νοηματικά από το προηγούμενο, καθώς αποτελεί απόσπασμα διατριβής, σε
επιστημονικό λόγο, και όχι ενημερωτικό φυλλάδιο της δράσης μιας ομάδας πολιτών,
κείμενο κατάλληλο για κριτικό γραμματισμό, διότι περιέχει καταγγελτικό λόγο.
Μετά
την κριτική ανάγνωση των κειμένων από τους/τις μαθητές/τριες ακολουθεί συζήτηση
για την Κοινωνία των Πολιτών, τον ορισμό της, τη σχέση της με τον εθελοντισμό,
τον ακτιβισμό και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Επίσης, γίνεται κριτική
συζήτηση σχετικά με τις γλωσσικές επιλογές του εκάστοτε πομπού και τους
επικοινωνιακούς στόχους που θέλει να υπηρετήσει στην κάθε περίπτωση, ανάλογα με
την πρόθεσή του.
Στη
συνέχεια παραπέμπουμε τους/τις μαθητές/τριες στην ιστοσελίδα http://www.hamogelo.gr/40.1/Ethelontismos, η
οποία αποτελεί δίαυλο επικοινωνίας και ενημέρωσης της οργάνωσης «Χαμόγελο του
Παιδιού». Ως δραστηριότητα ζητείται από τους/τις μαθητές/τριες να εντοπίσουν το
είδος του κειμένου και τον επικοινωνιακό του στόχο (Πρόκειται για κείμενο που
έχει ως στόχο την πληροφόρηση των δεκτών για τη δράση και τους στόχους της
οργάνωσης).
Αφού
γίνει συζήτηση για τα παραπάνω, οι μαθητές/τριες αναζητούν και άλλες
εθελοντικές οργανώσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Ενδεικτικά, τους δίνουμε τις
ακόλουθες ιστοσελίδες:
www.mdmgreece.gr
Ως δραστηριότητα ζητείται από τους/τις
μαθητές/τριες να διερευνήσουν τα είδη των κειμένων που
παρατηρούν σε ιστοσελίδες εθελοντικών οργανώσεων και να επισημάνουν τις
γλωσσικές επιλογές με τις οποίες επιχειρείται η επίκληση του συναισθήματος του
δέκτη.
Η συνέχεια
της δράσης περιέχει τη διερεύνηση της άλλης όψης του ζητήματος, τις
σκοπιμότητες που συχνά κρύβονται πίσω από τη δράση κάποιων εθελοντικών
οργανώσεων. Η άσκηση αυτή είναι δραστηριότητα κριτικού γραμματισμού, καθώς οι
μαθητές/τριες έρχονται σε επαφή με κείμενα κριτικού λόγου και αποκτούν μια πιο
σφαιρική όψη της σύγχρονης πραγματικότητας, όψη που πρέπει να γνωρίζουν,
προκειμένου να γίνουν κριτικά σκεπτόμενοι πολίτες. Για τον λόγο αυτό τους
παραπέμπουμε σε δύο κείμενα, το ένα του Ρ. Σωμερίτη στην ιστοσελίδα http://home.arcor.de/ar2570306953/ORGANOSEIS.htm
και το δεύτερο της Γ. Παπαδάκου στην ιστοσελίδα http://www.tovima.gr/society/article/?aid=592301
Τέλος, ακολουθεί η αυτοαξιολόγηση και ετεροαξιολόγηση των μαθητών/τριών με
ειδικό έντυπο που τους δίνεται για συμπλήρωση. Η δράση ολοκληρώνεται με την
ανάθεση στις εμπλεκόμενες ομάδες ερευνητικής εργασίας 1500 περίπου λέξεων με
θέμα τις εθελοντικές οργανώσεις και την Κοινωνία των Πολιτών, τις πτυχές της
δράσης τους, την προσφορά τους και τα προβλήματα που συχνά προκύπτουν αναφορικά
με τη δράση τους.
Τα συμπεράσματα
Η εφαρμογή του
διδακτικού σεναρίου στην πράξη έδειξε ότι μπορούν να υλοποιηθούν οι σκοποί και
οι στόχοι του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών για το γλωσσικό μάθημα με τρόπο
που οι μαθητές/τριες να κατακτούν την ικανότητα λειτουργικής και κριτικής
χρήσης του λόγου. Από τη διδακτική πράξη και από τις απαντήσεις των μαθητών στο
φύλλο αξιολόγησης προκύπτει ότι η εμπλοκή τους με τις νέες τεχνολογίες καθιστά
πιο ενδιαφέρουσα διαδικασία την ανάλυση λόγου κειμένων και την κριτική
προσέγγιση και αξιολόγηση των νοημάτων που διατυπώνονται σε αυτά.
Ειδικότερα, από
τις απαντήσεις των μαθητών στις δραστηριότητες φάνηκε ότι κατανοούν πως τα κείμενα είναι έτσι δομημένα,
ώστε να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές και επικοινωνιακές
περιστάσεις, ενώ η πρόθεση του πομπού και η δομή τους εξασφαλίζονται με τις
κατάλληλες γλωσσικές επιλογές. Επίσης, φάνηκε να αντιλαμβάνονται τον σκοπό διαφορετικών κειμενικών ειδών που αναφέρονται στα ανθρώπινα
δικαιώματα, όπως επιστημονικά άρθρα, φυλλάδια οργανώσεων, ειδήσεις, σχόλια, ενημερωτικά
έντυπα και διαφημίσεις.
Από την άλλη, οι μαθητές ασκήθηκαν στο να αναζητούν, να εντοπίζουν και
να κατανοούν κείμενα από ποικίλες ηλεκτρονικές πηγές σχετικά με το θέμα των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνίας των πολιτών. Με
αυτό τον τρόπο τούς δόθηκε η δυνατότητα να κατανοήσουν ότι η συνείδηση της
ιδιότητας του πολίτη καθορίζει τον ρόλο και την ταυτότητά του στην κοινωνία,
στόχος σύμφωνος με την παιδαγωγική του κριτικού γραμματισμού. Παράλληλα,
αξιοποιώντας τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα ενημερώθηκαν για θέματα που αφορούν τα
ανθρώπινα δικαιώματα, τη δράση διαφόρων ανθρωπιστικών οργανώσεων, ζητήματα που
συνάπτονται με την κοινωνία των πολιτών.
Τέλος,
η ομαδοσυνεργατική δράση βοήθησε τους/τις μαθητές/τριες να προσεγγίσουν πιο
κριτικά τα κείμενα, να ανταλλάξουν απόψεις για το είδος τους, την πρόθεση του
πομπού, να αιτιολογήσουν τις γλωσσικές του επιλογές σε σχέση με το μέσο
μετάδοσης του μηνύματος, τους αποδέκτες και την καταστασιακή περίσταση και να
κρίνουν στοιχεία που αφορούν στη γλωσσική συνοχή και νοηματική συνεκτικότητα
των κειμένων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την κριτική ανάγνωση των κειμένων,
συνιστούν στοιχεία μιας δυναμικής γλωσσικής διδασκαλίας, η οποία δεν
περιορίζεται στις γλωσσικές παραδόσεις (επικοινωνιακή και κειμενοκεντρική
προσέγγιση της γλώσσας), αλλά εμπεριέχει και στοιχεία κριτικού γραμματισμού,
προκειμένου να ξεπεράσει τον φορμαλισμό και να γίνει πιο αποτελεσματική.
Βιβλιογραφία
Αρχάκης, Α. (
2005 ) Γλωσσική διδασκαλία και σύσταση των κειμένων, Αθήνα: Πατάκης.
Γεωργακοπούλου,
Α., κ΄ Γούτσος, Δ., (1999), Κείμενο και Επικοινωνία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Δανασσή –
Αφεντάκη, Α., Μιχάλης, Α., Μυλωνάς, Κ., Σπανός, Γ., Φουντοπούλου,
Μ., (2002), Γλωσσική επάρκεια: Θεωρία και Πράξη»,
Αθήνα: Γρηγόρης.
Hasan, R., (1984), Coherence and cohesive harmony, στο
Flood, J., (επιμ.), Understanding Reading Comprehension. Delaware: International Reading Association,
σ. σ. 181-219.
Κακριδή –
Ferrari, Μ., Χειλά – Μαρκοπούλου, Δ., (1996), «Η γλωσσική ποικιλία και η
διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας», στο «Η Νέα Ελληνική ως Ξένη
Γλώσσα», Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή- Χόρν.
Ματσαγγούρας, Η.,
(2000), Ομαδοσυνεργατική Διδασκαλία και Μάθηση, Αθήνα: Γρηγόρης.
Ματσαγγούρας, Η.,
(2001), Κειμενοκεντρική προσέγγιση του γραπτού λόγου: Ή αφού σκέφτονται γιατί
δεν γράφουν, Αθήνα: Γρηγόρης.
McCarthy, M., Carter, R., (1994), Language as
Discourse, Perspectives for Language Teaching, London: Longman.
Μπαμπινιώτης, Γ.,
(1985), Η διδασκαλία της γλώσσας στην εκπαίδευση – Σύγχρονες τάσεις και
παράδοση, Γλωσσολογία, τ.χ. 4, σ.σ. 39-46.
Χαραλαµπόπουλος,
Α., & Χατζησαββίδης, Σ. (1997). Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της
γλώσσας. Θεωρία και πρακτική εφαρµογή. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
Χατζησαββίδης, Σ.
( 2002 ). Δομή, επικοινωνία, είδη λόγου και γραμματισμός στα νέα Προγράμματα
Σπουδών γλωσσικής διδασκαλίας στο Δημοτικό Σχολείο. Γλώσσα, 54, σσ. 54 - 62.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου