Φύλλο εργασίας για διδακτικό σενάριο "Ο Εθνικός Άλλος"


Πρότυπο ΓΕΛ Βαρβακείου Σχολής
Φύλλο εργασίας στη Λογοτεχνία Ανθρωπιστικών Σπουδών
Διδάσκων: Νικόλαος Κων/νου Αλέφαντος

ΟΜΑΔΑ 1η


ΚΕΙΜΕΝΟ
Στὴ μικρή μας πόλη εἴχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Ἑβραίους - περισσότερους, ὄχι λιγότερους. Εἶταν ὅλοι τους μαζεμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ Συναγωγή τους - τὸ Συναγώι, ποὺ τὸ λέγανε καὶ κεῖνοι καὶ μεῖς, μέσα στὸ παλιὸ Κάστρο τῆς πόλης καὶ σὲ μερικοὺς δρόμους, ὁλόγυρά του. Οἱ χριστιανοί, ποὺ καθόντανε μέσα στὸ Κάστρο καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὁβραίικους δρόμους ὁλόγυρα, εἶχαν στὴν ὀξώπορτά τους ἕνα σταυρὸ ζωγραφισμένο μ᾿ ἀσβέστη. Εἶταν ὅμως λιγοστοί, πολὺ λιγοστοί, τόσο πολύ, ποὺ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους εἶτανε συνήθειο παλιὸ νὰ βγαίνει τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ ἄνθρωπος τῆς Συναγωγῆς, μόλις ἔπεφτε ὁ ἥλιος καὶ τελαλοῦσε δυνατά:
- Ὥ...ω...ρα γιὰ Σαμπά!... Ὥ...ρ...ααα γιὰ Σαχρί!... Τελαλοῦσε πὼς ἔπεσε ὁ ἥλιος κι ἄρχισε Σάββατο καὶ κανένας τους νὰ μὴ πιάνει φωτιὰ μὲς στὰ σπίτια τους ὡς τ᾿ ἄλλο τὸ βράδυ. Παναπεῖ δηλαδὴ πὼς εἶταν πέρα γιὰ πέρα ὁβραίικοι δρόμοι. Εἶταν ὁ δικός τους μαχαλᾶς - τὰ ὁβραίικα.
Ταπεινοί, τόσο ταπεινοὶ σὰν νά ῾τανε φοβισμένοι καὶ φουκαρᾶδες εἶταν οἱ πλιότεροι - οἱ πιὸ φουκαρᾶδες μέσα στὴν πόλη μας εἶταν αὐτοί. Ἀλήθεια πὼς κ᾿ οἱ δρόμοι τους μέσα στὸ Κάστρο εἶταν ἀπ᾿ τοὺς πιὸ βρώμικους καὶ τὰ παιδιά τους ἀπ᾿ τὰ πιὸ ἀρρωστιάρικα - ὅλο σπυριά. Κάνανε τὸ χαμάλη, τὸ λοῦστρο, τὸ μεροκαματιάρη - τέτοιες δουλειές. Καὶ δουλεῦαν καὶ τὰ παιδιά τους ἀπὸ μικρά, μαζί τους ἢ κάναν θελήματα κ᾿ οἱ γυναῖκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στὰ ξένα τὰ σπίτια, ἀκόμα καὶ στὰ πορνεῖα τῆς πόλης - τόσο μικρὴ καὶ τέσσερα - πέντε τὰ εἶχε - αὐτὲς καθαρίζανε, τόσο εἶτανε φτωχές. Ἐργάτες ὡστόσο νὰ πᾶνε, νὰ μάθουνε τέχνες, ῥαφτᾶδες νὰ ποῦμε, μαραγκοί, σιδερᾶδες - τέτοια πράγματα - κανένας δὲν πήγαινε. Δὲν θέλανε, λέγαν, νὰ σκλαβωθοῦν μὲ τὸ μεροκάματο καὶ τὴν τέχνη. Μερικοὶ τενεχτσῆδες - δηλαδὴ τενεκετζῆδες - τσαγκαρᾶδες - καὶ καλύτερα νὰ πῶς μερεμετιτζῆδες τῶν παπουτσιῶν - κ᾿ ἕνας - δυὸ χασάπηδες, ποὺ δὲν πούλαγαν ποτὲς γουρουνίσιο κρέας, εἶχαν κάτι μικρομάγαζα. Μὰ στὰ ὁβραίικα μέσα κι αὐτοὶ - δὲν πηγαίνανε παραπέρα.
Εἶταν ὕστερα οἱ γυρολόγοι τοῦ δρόμου, πραματευτᾶδες δηλαδή, μεταπράτες καὶ παλιατζῆδες, τὸ δικό τους τὸ ὁβραίικο εἶδος, τὸ πάππου πρὸς πάππου. Δὲν εἶτανε καὶ πολλοὶ μὰ γιομίζαν ὅλη τὴν πόλη μὲ τὴ μεγάλη φασαρία ποὺ κάνανε. Γυρνοῦσαν τοὺς μαχαλᾶδες ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ μὲ μιὰ τάβλα κρεμασμένη μπροστὰ στὴν κοιλιά τους ἢ μιὰ μεγάλη σακούλα στὴν πλάτη, κᾶνε σέρνοντας τὸ μικρὸ καροτσάκι τους καὶ φωνάζαν ἀκούραστα - τελαλούσανε τὴν πραμάτεια τους μ᾿ ἕνα τρόπο ξεχωριστὸ καὶ δικό τους, κάπως σὰν τραγουδιστά, σὰ νὰ σέρνανε τὴ φωνή τους στὸ τέλος τῶν λέξεων - καθὼς συνήθαγαν ὅλοι τους.
- Οὑβριέ, τὸν φώναζαν οἱ γυναῖκες στοὺς μαχαλᾶδες, σκύβοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο - ἀκόμα κι ἂν τό᾿ ξεραν τ᾿ ὄνομά του.
Αὐτὸς ἄκουγε, δὲν κακοκαρδιζόταν ποὺ τὸν φώναζε Ὁβραῖο, ἀκουμποῦσε τὴν πραμάτεια στὸ πεζούλι τῆς πόρτας ἢ πάνω στὸ δρόμο, ἔπαιρνε μίαν ἀνάσα καὶ τὴν περίμενε νὰ κατέβει γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν ἐκεῖ παζάρεμα ἀτέλειωτο γιὰ ἕνα μασούρι κλωστὴ ἢ μία πήχη λάστιχο γιὰ βρακοζώνα ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ καλτσοδέτα.
Τὰ παιδιὰ καμιὰ φορὰ τρέχαν πίσωθέ του καὶ φωνάζανε τραγουδιστὰ καὶ τὸν κοροϊδεῦαν:
Σπίρτα, ῥάμματα, βιλόνια,
τ᾿ Οὑβριοῦ τὰ παντελόνια.

Αὐτὸς δὲν κακοκαρδιζότανε μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τραβοῦσε τὸν ἀνήφορο, σκύβοντας τὸ κεφάλι του πάνω στὴν πανάκριβη πραμάτειά του, ποὺ τὴν ἀβγάτιζε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μὲς στὸ λιοπύρι καὶ τὴ βροχή, τὴν καταφρόνια καὶ τὸν περίγελο, ὅσο νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεὸς ν᾿ ἀνοίξει κι αὐτὸς τὸ δικό του τὸ μαγαζὶ στὸ παζάρι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
Στὸ παζάρι τῆς πόλης θά ῾τανε καμιὰ ἑκατοπενηνταριὰ - διακόσιοι Ἑβραῖοι μὲ μαγαζιὰ - τόσοι ἀπ᾿ τὶς τέσσερις χιλιάδες. Ἄλλοι μὲ μικρὰ μαγαζιὰ καὶ καμπόσοι μὲ βαρβᾶτα ἐμπόρια - ὅσο βαρβᾶτα μπορούσανε νά ῾ναι τὰ ἐμπόρια σὲ μιὰ πόλη ποὺ τὴν ἔτρωγε τὸ σαράκι, εἶδος γεροντοχτικιό. Πουλούσανε πανικά, γυαλικά, σιδερικά, τέτοια ἐμπόρια, εἶδος ἕτοιμο, ἀπ᾿ ἔξω φερμένο, ὄχι στάρια, τροφίματα, ἐγχώρια εἴδη - τέτοια πράματα δὲν εἶχε κανένας τους. Τὰ μαγαζιά τους εἶταν ἀνακατωμένα μὲ τῶν χριστιανῶν, δὲν εἶχαν παράξενο τίποτα, γένια ἢ στὸ ντύσιμο, ὅπως ἀλλοῦ, καὶ τὴ φωνή τους ἀκόμα πασκίζαν αὐτοὶ καὶ τὴ σουλουπώνανε νὰ μὴ σέρνεται - ξεχωρίζαν ὡστόσο κι αὐτοὶ μὲ τὸ πρῶτο πὼς εἶταν Ἑβραῖοι.
Τέλος - εἶτανε καὶ κάτι λιγοστοί, πολὺ λιγοστοί, σπουδαγμένοι, ἕνας - δυὸ γιατροί, φαρμακοποιοί, ἕνας - δυὸ δικηγόροι καὶ κάτι δάσκαλοι τῶν ξένων γλωσσῶν, ὄχι ἄλλες ἐπιστῆμες, μηχανικοί, γεωπόνοι, νὰ ποῦμε τεχνικοὶ γενικά, ποὺ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν πόλη δὲν εἶταν πολλοὶ - δὲν τοὺς σήκωνε ὁ τόπος.
Αὐτοὶ πού ῾χανε τοὺς παρᾶδες ζούσανε βέβαια καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους - σὲ καλύτερα σπίτια, εἶχαν καὶ δοῦλες - Ὁβριὲς - κ᾿ εἴχανε φκιάξει ἔξω ἀπ᾿ τὸ Κάστρο ἕνα - δυὸ ὁβραίικους δρόμους, πού ῾ταν κι ἀπὸ τοὺς καλύτερους τῆς πόλης. Αὐτοὶ τὸ βράδυ ἀνεβαίνανε καὶ στὰ καφενεῖα στὴν πλατεία τῆς πόλης, εἶχαν νταραβέρια μὲ καλοὺς νοικοκυραίους καὶ καθόντανε μαζί τους καὶ παίζανε τάβλι. Ὅποιος ἔχανε πλήρωνε καὶ γιὰ τοὺς δυό μας.
Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ εἶταν ὅλοι τους μαζεμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ Συναγωγή τους, εἶταν ὅλοι θρῆσκοι, κανένας δὲν ἔπιανε φωτιὰ τὸ Σάββατο καὶ κανένας δὲν δούλευε τὸ Σάββατο. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, εἶταν ὅλοι τους ταχτικοὶ στὴ ζωή τους, παντρευόνταν ἀπὸ μικροὶ κ᾿ εἶχαν ὅλοι τους ἕνα δεύτερο ροῦχο, καλύτερο, γιὰ νὰ τὸ φορᾶνε τὸ Σάββατο, νὰ πᾶνε τὸ πρωὶ στὴ Συναγωγή τους καὶ νὰ βγοῦνε τ᾿ ἀπόγευμα νὰ κάνουν περίπατο. Οἰκογενειακῶς. Ὅσοι μπορούσανε καθόντανε καὶ στὸ καφενεῖο, πάλι οἰκογενειακῶς. Πίνανε καφὲ ἢ μία γκαζόζα, οἱ γυναῖκες τους τρώγανε μία βανίλια καὶ τὰ παιδιὰ μοιραζόντανε τὸ λουκούμι ποὺ κοβόταν στὰ δυὸ - δὲν ντρεπόνταν ποὺ τοὺς κοιτοῦσαν ἀπ᾿ τὰ γύρω τραπέζια. Τὴν Κυριακὴ τ᾿ ἀπόγευμα ξαναβγαίνανε περίπατο, πάλι οἰκογενειακῶς ἢ πηγαίνανε στὸ καφενεῖο καὶ χασμουριόνταν ὥσπου νὰ περάσει κι αὐτὴ - μιὰ μέρα ἀκόμα χαμένη.
Τέτοια ταπεινή, φρόνιμη καὶ συμμαζεμένη εἶταν ἡ ζωὴ ὁλονῶν τους.
Κι ὡστόσο μέσα στὴν πόλη λέγανε γι᾿ αὐτοὺς πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα. Τοὺς φορτῶναν ἕνα σωρὸ κουσούρια, κακίες κι ἀδυναμίες, ποὺ τάχα ἐμεῖς δὲν τὶς εἴχαμε - καὶ πρῶτα-πρῶτα γιὰ τοὺς παρᾶδες ποὺ τοὺς μαζώνανε δεκάρα-δεκάρα καὶ ποὺ τάχα ἐμεῖς τοὺς σκορπούσαμε. Γενικὰ τοὺς παρασταίνανε σὰν ἀνθρώπους παρακατιανούς, ράτσα τιποτένια καὶ βρώμικια. Τοὺς λέγανε παλιόβριους καὶ τσιφούτηδες. Οἱ μεγάλοι δὲν τοὺς τὸ φωνάζαν μπροστά τους, μὰ σὰν τύχαινε Ἑβραῖος νὰ βρεθεῖ μία φορὰ ἔξω ἀπ᾿ τὸ παζάρι καὶ τὰ ὁβραίικα, στοὺς μακρινοὺς μαχαλᾶδες τῆς πόλης καὶ τὸν γνωρίζανε τὰ παιδιά, τρέχανε πίσω του καὶ τοῦ φωνάζαν τραγουδιστά!
Οὑβριέ, παλιόβριε,
ποῦ ῾ν᾿ ἡ κότα πὄκλεψες...

Ἀνοησίες δηλαδὴ τῶν παιδιῶν καὶ τῶν μεγάλων ποὺ τὰ βγάζαν αὐτά, γιατὶ οἱ Ἑβραῖοι πού ῾χαμε μεῖς στὴ δική μας τὴν πόλη δὲν κλέβαν καὶ προπαντὸς δὲν κλέβανε κότες. Μὰ ἂν ὅλοι τὸ πίστευαν πὼς οἱ Ἑβραῖοι κάνουνε τόσα καὶ τόσα, δὲν πειράζει φυσικὰ νὰ φωνάξει καὶ τὸ μαξούμι - τὸ παιδάκι δηλαδὴ - πὼς κλέβαν καὶ κότες. Δὲν εἶτανε μάλιστα καὶ παράξενο πὼς στὸ τέλος τό ῾χανε καὶ οἱ ἴδιοι πιστέψει πὼς κάπως ἔτσι πρέπει νά ῾ταν τὰ πράματα, ἀφοῦ κι ἀναμεταξύ τους ἀκόμα μποροῦσαν νὰ βρίζονται ἢ νὰ χαϊδεύονται φωνάζοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον παλιόβριο.
Λέγαν ἀκόμα γι᾿ αὐτοὺς καὶ πολλὲς μικρὲς ἱστορίες ποὺ τὶς εἶχαν ἀκούσει μονάχα, μὰ τὶς παράσταιναν ὅλοι σὰ νά ῾ταν ἀλήθεια καὶ νά ῾χανε γίνει στὴ δική μας πόλη ἀπὸ δικούς μας Ὁβραίους. Καὶ εἶταν ἔτσι καλοφκιαγμένες, νόστιμα κι ὀμορφούτσικα ταιριασμένες, ποὺ δὲν εἶταν παράξενο πάλι νὰ τὶς ἀκούσει κανένας κι ἀπὸ τοὺς Ὁβραίους τοὺς ἴδιους νὰ τὶς λένε καὶ νὰ γελοῦνε - τὶς βρίσκανε δηλαδὴ κι αὐτοὶ ταιριασμένες.
Οἱ μανάδες λέγανε κι αὐτὲς στὰ παιδιά τους νὰ μὴν ἀργοῦνε τὸ βράδυ νὰ γυρίσουνε σπίτι, γιατί ἔξω ἀπ᾿ τὰ τζίνια - τὰ φαντάσματα ποὺ βγαίνουν ἅμα πέσει τὸ σκοτάδι - εἶναι κι Ὁβραῖοι ποὺ πιάνουνε τὰ μικρὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ βάνουνε στὰ βελόνια κι ἀπὸ τὸ αἷμα τους φκιάχνουνε τὰ ματσόθ - τ᾿ ἄζυμα δηλαδή. Πάλι ἀνοησίες φυσικὰ γιατὶ παιδὶ κανένα δὲ χάθηκε ποτὲς ἀπ᾿ ἀφορμὴ τοὺς Ὁβραίους. Καὶ τὸ ξέρουν ὅλοι. Καὶ τὸ Πάσχα, τὴν Πρωτοχρονιὰ καὶ τὰ Καλύβια, τὴ γιορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας - αὐτὲς τὶς τρεῖς μεγάλες γιορτές τους, οἱ γειτόνοι τους οἱ χριστιανοί, κι ἄλλοι τους γνώριμοι μέσα στὴν πόλη, τὰ δεχόνταν ἀπ᾿ αὐτοὺς τ᾿ ἄζυμα ποὺ τοὺς στέλνανε, δηλαδὴ τὰ ματσόθ. Καὶ δὲν φοβόντανε πὼς εἶναι ζυμωμένα μὲ τὸ αἷμα. Καὶ τοὺς στέλνανε καὶ κεῖνοι στὸ δικό μας τὸ Πάσχα κουλούρια καὶ πορτοκάλια στὸ μαντίλι - πασχαλιὲς ποὺ τὰ λέγανε - μονάχα τὰ κόκκινα αὐγὰ δὲν τοὺς στέλνανε.
Εἶταν δηλαδὴ τὰ πράματα μπερδεμένα λίγο μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ὅσο καὶ νὰ τοὺς καταφρονοῦσαν, εἶχαν ὅλοι τους μέσα στὴν πόλη κάθε λογῆς καλὰ νταραβέρια μαζί τους, καὶ ψωνίζαν ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ δανείζονταν, οἱ πλούσιοι συνεταιριζόνταν στὰ ἐμπόρια κ᾿ οἱ φτωχοὶ τραβοῦσαν τὰ ἴδια μὲ τὴ φτώχεια καὶ μὲ τὰ βάσανα. Καὶ μ᾿ ὅσα κακὰ κι ἂν τοὺς φόρτωναν, κανένας ποτὲ δὲν ἀκούστηκε νὰ πειράξει Ἑβραῖο μόνο καὶ μόνο γιατὶ εἶταν Ὁβριός, ποτὲς μήτε τὴ Μεγάλη τὴν Πέμπτη - ὄχι, δὲν τοὺς πειράζαμε ἐμεῖς.
Δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν ἀπὸ μᾶς. Κι ὡστόσο, παραλῆδες ἢ ζητιάνοι, σπουδαγμένοι ἢ δουλευτᾶδες, ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ τὰ ὁβραίικα τὰ δικά τους, κανένας δὲν ξέκοβε, δὲν πήγαινε παραπέρα, δὲν χώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
- Ἐδῶ εἶναι ἡ κλώσσα, τοὺς ἔλεγε ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς.
Καὶ τὸ᾿ βρισκαν ὅλοι σωστὸ καὶ σοφό με τὴν κλώσσα του - ποῦ νὰ πᾶς καὶ νὰ χάνεσαι μέσα στοὺς ξένους; Καὶ κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν κλώσσα. Μήτε γιὰ ὅρκο δὲν εἶταν Ἑβραῖος ποὺ νὰ κάθεται σ᾿ ἄλλον μαχαλᾶ μέσα στὴν πόλη.
Ἡ ἑβραίικη κοινότητα σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη πρέπει νά ῾ταν καμωμένη ἀπὸ χρόνια πολὺ παλιά. Γι᾿ αὐτὸ τὰ ὁβραίικα εἶτανε μέσα στὸ Κάστρο της. Καὶ γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἡ Συναγωγή της εἶχε ἀρχιραβίνο κι ὄχι ραβίνο. Καὶ λέγανε κιόλας πὼς εἶταν Μητρόπολη τῆς Συναγωγῆς τῆς Νέας Ὑόρκης ἢ τοῦ Σικάγου - δὲν τὰ θυμᾶμαι τώρα καλά.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


1.      Ποια χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας των Εβραίων στα Γιάννενα περιγράφει στο παραπάνω απόσπασμα ο συγγραφέας;
2.      Ποια είναι η αντιμετώπιση που έχουν Οι Εβραίοι από τους ντόπιους κατοίκους της πόλης; Δικαιολογήστε την απάντησή σας βασισμένοι σε χωρία του παραπάνω κειμένου.
3.      Ποια στάση φαίνεται έμμεσα να έχει ο συγγραφέας προς τους Εβραίους; Δείχνει συμπάθεια ή αντιπάθεια προς αυτούς; Δικαιολογήστε την απάντησή σας με σχετικά χωρία του κειμένου.
4.      Πώς παρουσιάζεται ο «εθνικός άλλος» στο διήγημα;

ΟΜΑΔΑ 2η


ΚΕΙΜΕΝΟ

Και τα δύο παιδιά χωρίστηκαν. Ο μικρός βγήκε κρυφά, ξεγλιστρώντας πλάγι στον τοίχο. Ο μεγάλος, συλλογισμένος, μπήκε στο σπίτι και χώθηκε σε μια γωνιά της σάλας, απαρατήρητος. Ο γέρο - Θανάσης διηγούνταν ιστορίες της ζωής του και οι καπεταναίοι άκουγαν. Λίγο παράμερα, συγυρίζοντας πιάτα και ποτήρια σ’ ένα ντολάπι με ράφια, η κυρα –Θανάσαινα αργοκουνούσε το κεφάλι της και κάθε λίγο σταυροκοπιόταν. Κι έλεγε ο γέρο – Θανάσης:
-Φανταστείτε μας, εμάς τους Ορθοδόξους, τους Έλληνες, να λιώνουμε τα πόδια μας, για να φτιάχνομε δρόμους, να περάσει, λέει, το τουρκικό πυροβολικό, να χτυπήσει, λέει, ποιους; Τον ελληνικό στρατό!
-Μα εσύ δεν ήσουνα πια νιος, κυρ Θανάση, στα 97. Πώς σε αγγαρέψανε οι Τούρκοι; Ρώτησε ένας από τους άντρες.
-Ναι, κοιτάζανε αυτοί νέους και γέρους! Δεν τους ξέρεις εσύ, που είσαι από την Κρήτη; αποκρίθηκε ο γερο – Θανάσης. Αυτοί εργάτες θέλανε. Και σαν δεν πήγαινε αρκετά γρήγορα η δουλειά, δος του κοπανιές στη ράχη! Και ύστερα, σαν ήρθε η καταστροφή, σαν υποχωρούσε ο στρατός μας και εμείς οι Έλληνες το ακούγαμε – τι απελπισία! Τι καημός!
-Πες στους άρχοντες πως μια φορά σου σπάσανε το κεφάλι γιατί έγνεψες να νερώσουν τη λάσπη! …τόλμησε να πει η κερά – Θανάσαινα από τα βάθη της ντολάπας της. Μα ο γέρος της έκοψε τη φόρα:
-Δεν τους νοιάζει τους καπεταναίους. Κοίταζε εσύ τη δουλειά σου, της είπε χωρίς θυμό, μα με τρόπο που δε σήκωνε αντίρρηση… Ναι! Μας σκοτίζουν τώρα σπασμένα κεφάλια! Τώρα κοιτάμε ποιος θα φάγει ποιον!
Και γυρνώντας στον καπετάν Νικηφόρο, ρώτησε:
-Ξέρεις κανέναν από τους καπεταναίους του Βάλτου;
-Όχι… εγώ είχα άλλη δουλειά… Είμαι στο ναυτικό, αποκρίθηκε επιφυλακτικά ο Νικηφόρος.
-Δούλεψες δηλαδή για τον αγώνα μας;
-Όχι, εγώ ήμουν στο πολεμικό ναυτικό. Μα έμαθα πόση ανάγκη είχε η Μακεδονία από βοήθεια και ήρθα… Πρώτη φορά αναλαμβάνω αγώνα… Μα εσύ τους ξέρεις;
-Τους ξέρω. Όλοι πέρασαν από δω. Ο καπετάν Πετρίλιος, ο καπετάν Καψάλης, ο καπετάν Καβοντόρος, ο καπετάν Κλάπας… Όλοι κοιμήθηκαν εδώ, σαν πήγαν και σαν φύγαν… Μόνον ο καπετάν Καψάλης, ο κακομοίρης, μόνον αυτός δε γύρισε. Αυτόν τον σκοτώσανε οι Βούλγαροι, στον Βάλτο μέσα. Παλικάρια όλοι! Αυτός ο καπετάν Καψάλης πιάστηκε μαζί τους…, τον σκοτώσανε στη συμπλοκή.
-Εσένα; Πώς σε ήξεραν αυτοί; Ρώτησε ο καπετάν Κάλας.
-Εμένα; …πέταξε ο γέρος το χέρι του και το κατέβασε στο μερί του, ξεσπάζοντας στα γέλια. Εμένα πώς με ξέραν, τον γέρο Θανάση; Αμ εγώ είμαι από τους πρώτους που ορκίστηκαν στον Αγώνα! Αμ, πριν ακόμα σκοτώσουν τον καπετάν Ζέζα, με είχε μυήσει εμένα το Ελληνικό Κομιτάτο. Και πολλές φορές πήγα στη Θεσσαλονίκη και είδα τον Δεσπότη.
Έκλεισε το ένα μάτι του κι έγνεψε κατά την Ανατολή:
-Τον ξέρετε εσείς τον Δεσπότη; ρώτησε πονηρά τους αρχηγούς.
-Τον ξέρω, αποκρίθηκε ο καπετάν Νικηφόρος. Πριν έρθω εδώ, πέρασα από τη Θεσσαλονίκη. Ο καπετάν Νικηφόρος σηκώθηκε.
-Και τι σου είπε ο Δεσπότης; ρώτησε ο γέρο Θανάσης.
-Όλοι μας απ’ αυτόν παίρνουμε τις διαταγές μας, είπε καλόβολα, μα δεν κάνει να τις ματαλέμε.
Έριξε γύρω μια ματιά:
-Δεν είναι ώρα να ξεκινήσουμε; ρώτησε, Πού είναι ο Αποστόλης;
-Εδώ είμαι, Καπετάνιε! αποκρίθηκε ο οδηγός, βγαίνοντας από τη γωνιά του. Καλό είναι να ετοιμαστείτε. Βασίλεψε ο ήλιος, από εδώ και μιάμιση ώρα. Πριν από μισή ώρα όμως δεν πρέπει να ξεκινήσουμε.
-Γιατί; Νύχτωσε πια.
-Ναι, μα μπορεί να λάχει να βρίσκεται ακόμη κανένας Τούρκος στα σοκάκια. Σα βγούμε, θα βγούμε στα σίγουρα.
Χαμογέλασαν οι αρχηγοί για το αποφασιστικό ύφος του αγοριού. Τους είδε ο γερο – Θανάσης και μάντεψε κάποιο δισταγμό πίσω από το χαμόγελό τους. Τους έκαμε νόημα να μη βιαστούν.
-Μπορείτε να πιστέψετε ό,τι σας λέει ο Αποστόλης, τους είπε καθησυχαστικά. Τον δρόμο του Βάλτου δεν τον ξέρει κανένας σαν τον Αποστόλη. Έχετε πίστη σ’ αυτόν, κι έγνοια σας, Καπεταναίοι μου.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή, και φυσούσε δυνατός βαρδάρης. Μπροστά, υπερήφανος, προπορευόταν ο Αποστόλης, με ένα βραχύκαννο μάνλιχερ στο χέρι και σταυρωτές φυσιγγιοθήκες στο στήθος κι ύστερα, ο ένας πίσω από τον άλλο, πήγαιναν οι αρχηγοί και οι άντρες, σειρά μακρυά από σκιές που πορεύονταν σιωπηλά. Ο Αποστόλης οδηγούσε. Πήγαινε στα σίγουρα, πατώντας σιγανά, χωρίς κρότο, αποφεύγοντας τα κατοικημένα μέρη και τις κοιλάδες, όπου προπάντων Αλβανοί, εχθρικά διατεθειμένοι για τους Έλληνες, έβοσκαν τα πρόβατά τους. Έτσι προχώρησαν για ώρες. Έξαφνα, σήκωσε ο Αποστόλης το χέρι, σταμάτησε ο Νικηφόρος ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος κι έτσι ως το τέλος της γραμμής.[…]


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


1.      Το παραπάνω απόσπασμα  ανήκει στο μυθιστόρημα «Τα μυστικά του Βάλτου», το οποίο διαδραματίζεται στη Μακεδονία την εποχή που ήταν Τουρκική, αλλά Έλληνες και Βούλγαροι μάχονταν μεταξύ τους για την κυριαρχία σε αυτήν. Βρείτε σχετικά χωρία που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.
2.      Ποιος φαίνεται να είναι ο τρόπος με τον οποίο δρουν οι Έλληνες και γιατί; Ποιος είναι ο Αγώνας στον οποίο έχει μυηθεί ο γέρο – Θανάσης;
3.      Ποια συναισθήματα σας δημιουργεί η αφήγηση; Βρείτε σχετικά χωρία που να δικαιολογούν την απάντησή σας.
4.      Ποια φαίνεται να είναι τα συναισθήματα του γέρο – Θανάση για τις άλλες εθνότητες με τις οποίες συνυπάρχουν οι Έλληνες στη Μακεδονία και γιατί;

 

 

 

 

 





ΟΜΑΔΑ 3η



ΚΕΙΜΕΝΟ
Γενάρης του ’42. Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε στους δρόμους. Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο απ’ τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει να γονατίσει μια ώρ’ αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτό λαό, που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά και ν’ αστειεύεται.
O πιτσιρίκος προπάντων έχει κέφι. Γελά. Φλυαρεί. Πειράζει. Κλείνει το μάτι και χαιρετά φασιστικά τους Ιταλούς, ξεροβήχει όταν περνάνε Γερμανοί, κορδώνεται και κάνει την περπατησιά τους. O φόβος τού είναι πράγμα άγνωστο, το αστείο η ζωή του.
…Βραδάκι. Στο Ζάππειο. Ένα τεράστιο γερμανικό φορτηγό είναι σταματημένο κι έχει τα φώτα του αναμμένα. O γερμανός σκοπός έχει οργανώσει την άμυνά του για την περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων. Έχει τα μάτια δεκατέσσερα. Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περιμένεις και οι ρεζέρβες κάνουν φτερά. Μια αδιάκοπη απειλή είναι το τραγούδι τους:
Να σαλτάρω, να σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να του πάρω!
Τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός που του εμπιστεύθηκαν αυτοκίνητο, γιατί πολλά είδαν και πάθαν όλοι τους από τους σαλταδόρους. Αλλά κι ο κίνδυνος των πιτσιρίκων δεν είναι μικρός. Ένας ακήρυκτος πόλεμος υπάρχει ανάμεσα στα θηρία και τα πεινασμένα αλητάκια της Αθήνας. Η πονηριά είναι το όπλο τους. Όταν δε βάζουν σ’ ενέργεια αυτή και κάνουν τον πόλεμο ανοιχτά, πάνε χαμένα. Oι Γερμανοί δε χωρατεύουν. Στις αρχές που πρωτομπήκαν, παιδιά πετροβόλησαν ένα αυτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε και κατέβηκε ο Γερμανός. Έπιασε ένα. Άδραξε το χέρι του παιδιού, το ’φερε στο γόνατό του και το ’σπασε, όπως σπάζεις ένα ξύλο. Oύρλιαξε το παιδί κι έπεσε λιπόθυμο. Κι ο Γερμανός το παράτησε εκεί, ξανανέβηκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε. Η ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή, είπε ο χιτλερισμός, και πήραν σκληρή πείρα ως και τα μωρά.
Να το βάλουν κάτω;
Όχι δα! Είδαν ότι άνισος πόλεμος δίχως πονηριά δε γίνεται. Κι από τότε το μυαλουδάκι της μαρίδας δεν ασχολείται μονάχα πώς θα εξοικονομήσει ένα ξεροκόμματο, αλλά και πώς θα στραβώσει αυτόν το φοβερό Κύκλωπα, που τρέμει όλος ο κόσμος.
Παίρνει τα μέτρα του ο Πολύφημος. Κοιτά γύρω. Κι ακριβώς για ν’ αποφύγει κανένα αναπάντεχο, έχει ανάψει και τα φώτα του αυτοκινήτου. Κι ακόμα, για να ’ναι σίγουρος εκατό τα εκατό, δε στέκεται σ’ ένα μέρος, παρά φέρνει βόλτες γύρω γύρω το φορτηγό. Αν κοτάς, Oδυσσέα, έλα! Κι έρχεται ο Oδυσσέας. Πατρίδα του είναι το χώμα που πατά ο Κύκλωπας, κι αν ζωντάνεψε αυτός σε τούτα τα χώματα, δεν πέθανε όμως ποτέ το πολυμήχανο πνεύμα του πολύμητι. Μόνο που ο ομηρικός ήρωας τούτη τη φορά είναι ένα παιδάκι δέκα χρόνων. Πεινασμένο. Κουρελίδικο. Εύθυμο ωστόσο και παμπόνηρο. Κρατά ένα τσιγάρο και πλησιάζει στο παλιό φανάρι του αυτοκινήτου. Σταματά ο Γερμανός και το κοιτά. Τι θέλει να κάνει; Σκύβει ο μικρός ν' ανάψει το τσιγάρο του απ' το ηλεκτρικό. Κι ο Κύκλωπας απορεί.
— Τι κάνει;
Καμαράτ, ανάψει σιγαρέτ.
— Ηλεκτρικός;
Για!
Ξεκαρδίζεται ο Κύκλωπας. Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Αν είναι δυνατόν ν' ανάψει το τσιγάρο του απ' το ηλεκτρικό φανάρι! Και τον κάνει χάζι.
— Ανάψει.
— Ανάψει, καμαράτ.
Νιχτς ανάψει.
— Για, για. Εγώ σου λέω ανάψει σιγαρέτ. Βάζουμε στοίχημα;
— Στοίκημα;
Δε νιώθει.
— Νιχτς καταλαβαίνει.
— Το λοιπόν, άκου να δεις, μάγκα. Αν εγώ νιξ ανάψει το τσιγάρο απ' το φανάρι, εσύ εμένα καρπαζά. Κλαπ! Αν εγώ ανάψει το τσιγάρο απ' το φανάρι, εγώ εσένα καρπαζά. Κλαπ!
Με παραστατικές χειρονομίες εξηγεί ο πιτσιρίκος την πρότασή του στον Κύκλωπα. Κι εκείνος τον κοιτά και διασκεδάζει.
— Ντεν καταλαβαίνει.
— Νιξ;
— Νιξ.
— Είσαι μάπας.
O Γερμανός βγάζει τον αναπτήρα. Τον ανάβει και δίνει φωτιά στον πιτσιρίκο. Αλλά ο πιτσιρίκος του κάνει χωρατά. Φου και σβήνει τον αναπτήρα. Γελά ο Κύκλωπας. Τι παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ξανανάβει τον αναπτήρα. Τον απλώνει. Πλησιάζει το μούτρο του ο πιτσιρίκος, φέρνει κοντά το τσιγάρο του, κάνει τάχα πως ανάβει, ύστερα απότομα πάλι φου και ξανασβήνει τον αναπτήρα. Ξεκαρδίζεται ο Γερμανός:
— Χο-χο-χο!
Κουτοί και πεισματάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ένας πελώριος Γερμανός νιώθει την απέραντη υπεροχή του απέναντι σ’ αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι για ν’ ανάψει, βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός, που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Αλλά το αστείο παρακρατά κι ο μικρός ανάβει επιτέλους απ’ τον αναπτήρα:
— Εν-τά-ξει!
— Μπράβο, ρε Χιτλερία. Τα ’μαθες το ρωμέικα. Αφίτερζεν.
— Αφίτερζεν.
Κι ο Κύκλωπας με το χαμόγελο στο κρύο του πρόσωπο κοιτά τον πιτσιρίκο που χάνεται μες στο σκοτάδι. Ύστερα ετοιμάζεται πάλι να ξαναρχίσει τις βόλτες του γύρω απ’ το αυτοκίνητο.
Αλλά όταν φτάνει στο πίσω μέρος, γουρλώνει τα μάτια. Κομμάτια ξεβιδωμένα, λάστιχα κατατρυπημένα, κομμάτια που λείπουν, σωστή καταστροφή. Και τότε μόνο καταλαβαίνει:
Λυσσά. Γαβγίζει. Τραβά το πιστόλι. Αλλά οι πιτσιρίκοι –γιατί ήταν ολόκληρη παρέα που μοίρασε τη δουλειά του σαμποτάζ– έγιναν άφαντοι.
Χ. Σακελλαρίου, Ανθολογία ελληνικού παιδικού διηγήματος, Άγκυρα

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


1.      Ποια συναισθήματα της δημιούργησε η αφήγηση; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας βασισμένοι σε συγκεκριμένα χωρία του κειμένου.
2.      Ποια διασύνδεση με την Οδύσσεια επιχειρεί ο συγγραφέας και γιατί;
3.      Πώς παρουσιάζονται οι Γερμανοί στο διήγημα; Να βρείτε σχετικά χωρία του κειμένου που να δικαιολογούν την απάντησή σας.
4.      Πώς παρουσιάζονται οι Έλληνες στο διήγημα και για ποιους λόγους κατά τη γνώμη σας.

ΟΜΑΔΑ 4η



ΚΕΙΜΕΝΟ

Το αυγουστιάτικο παπάκι τρώγεται ωραία με τη μπάμια. Είναι αμαρτία να περάσει ο Αύγουστος και να μη φας παπάκι με μπάμια.
Παραμονή της Παναγίας η Λωξάνδρα πήρε παπάκια να ψήσει με τις μπάμιες και παρόλη της την κούραση κατέβηκε μόνη της στην κουζίνα να τα καψαλίσει. Ήτανε κουρασμένη γιατί την παραμονή είχε εφοδιαστεί με τα χειμωνιάτικα καύσιμά τους. Γέμισε την αποθήκη της ξυλοκάρβουνο, έφερε και τους Κούρδους να κόψουν και να θηκιάσουν τριάντα τσεκιά ξύλα για τις σόμπες.
Όπως ο γαλατάς στην Πόλη ήτανε Σλάβος, ο ψαράς Αρμένης, ο φούρναρης Ηπειρώτης, έτσι και ο ξυλοκόπος ήτανε Κούρδος. Γι’ αυτό και η Λωξάνδρα φώναξε τους «Κιούρτηδες» να κόψουνε τα ξύλα της. Πρωί πρωί, στη μέση του δρόμου, μπροστά στο σπίτι της, άδειασαν τριάντα τσεκιά από κορμούς δέντρων και έφτασαν οι Κούρδοι, κάτι χεροδύναμοι γίγαντες με βράκες και μαντίλια δεμένα γύρω από το φέσι τους, με αστραφτερούς μπαλτάδες ακονισμένους καλά, να κόψουνε τα ξύλα. Μερακλήδες ήτανε οι Κούρδοι στους μπαλτάδες τους. Ακόμα και στο χωριό του μέσα στο Κουρδιστάν, ο Κούρδος ποτέ δεν αποχωρίζουνταν τον μπαλτά του, και όταν έφευγε να ξενιτευτεί, του έδινε η μάνα του το μπαλτά στο χέρι όπως η Σπαρτιάτισσα έδινε στο γιό της την ασπίδα. Όταν ο Κούρδος έφτανε σε ηλικία δεκατεσσάρων – δεκαπέντε χρονών και άρχιζε να νιώθει τις πρώτες λαχτάρες της νεότητας, δεν έπαιρνε λουλούδια στο χέρι του, αλλά το μπαλτά του έπαιρνε στον ώμο και γύριζε μέσα στους μαχαλάδες φωνάζοντας: «Ντερτίμ βαρ, ντερτίμ!», δηλαδή: «Καημό έχω, καημό!» και κοίταζε ένα γύρο τα καφασωτά παράθυρα. Η κοπέλα που δέχουνταν την πρότασή του έπρεπε να ανοίξει το παράθυρο και να του απαντήσει: «Ντερτινέ κουρμπάν ολούρουμ!», δηλαδή: «Στο ντέρτι σου θυσία γίνουμαι!». Τότε ο γαμπρός έμπηγε το μπαλτά του στην πόρτα της νύφης λέγοντας: «Μπέντε μπαλτάι μπουρντά βουρούρουμ», δηλαδή: «Κι εγώ το μπαλτά μου εδώ τον χτυπώ». Πήγαινε ύστερα σπίτι και έστελνε τη μάνα του να του φέρει πίσω το μπαλτά και με αυτή την ευκαιρία να γνωριστεί με τη νύφη.
Τέτοια σημασία είχε για τον Κούρδο ο μπαλτάς. Και προτιμότερο ήταν να βρίσεις τον Προφήτη του, παρά να πεις κακό για το μπαλτά του.
Η Λωξάνδρα τους Κούρδους τους φοβότανε, όπως φοβόταν και τους Τούρκους. Όταν όμως τους φώναζε να κόψουνε τα ξύλα της –α! όλα και όλα! – γάντια μαζί τους δεν έβαζε.
«Κακόν – καιρό – να – μην – έχεις, κιοπόγλου κιοπέκ![1]» ξεφώνιζε, κουνώντας πάνω από το κεφάλι του Κούρδου ένα κούτσουρο. «Το βλέπεις αυτό; Χωρεί, μωρέ, μέσα σε σόμπα αυτή η ξυλάρα;».
Πολύ δεν το είχε να πει και τίποτα να θίξει το μπαλτά του. Και όμως, παραδόξως πώς, οι Κούρδοι μαζί της δεν κακοφανίζονταν, έκαναν όλα της τα χατίρια. Της θήκιαζαν τα ξύλα μέσα στις αποθήκες της και ο αποχαιρετισμός το βράδυ ήτανε πάντα πολύ εγκάρδιος με τα σχετικά γκιουλέ –γκιουλέ και τις αμοιβαίες ευχές για έναν καλό χειμώνα και τα μπαξίσια και τα δεματάκια: «Πάρτ’ το αυτό για το παιδάκι σου και κείνο για τη γυναίκα σου», και τα ρέστα.
Το βράδυ, κουρασμένη η Λωξάντρα έπεσε να κοιμηθεί και όλη τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της μπαλτάδες και σανίδες του κιμά και κρέατα ωμά και κάτι τέτοια σαρδανάπαλα πράγματα. Το απέδωσε στις εντυπώσεις τις χτεσινές και δεν έδωσε σημασία. Είπε, μόλις ξύπνησε: «Ο Ιησούς Χριστός νικά», και κατέβηκε στην κουζίνα να τσουρώσει τα παπάκια. Πού ήθελες να ξέρει η έρημη τι τους περίμενε; Πού ήθελες να ξέρει πως η Συνθήκη που είχε υπογραφεί εδώ και δεκαοχτώ χρόνια στον Αϊ – Στέφανο είχε αναθεωρηθεί και ξανά αναθεωρηθεί, και πως η Βουλγαρία έγινε αυτόνομη ηγεμονία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνι κηρύχθηκαν κράτη ανεξάρτητα, η Ρωσία πήρε το Καρς, το Αρδαχάν και το Βατούμ, η Αγγλία πήρε την Κύπρο, η Ελλάδα τη Θεσσαλία και μέρος από την Ήπειρο, ενώ οι Αρμεναίοι δεν πήραν τίποτες από όσα τους τάξανε, και άρχισαν γι’ αυτό να επαναστατούνε, και ο Σουλτάν Χαμίτ ξεσήκωσε το λαουτζίκο στο πόδι, κουβάλησε Κούρδους με μπαλτάδες από το Κουρδιστάν και οργάνωσε σφαγή των Αρμεναίων μέσα στους  δρόμους της Πόλης, χρονιάρα μέρα, παραμονή Δεκαπενταύγουστου; Πού ήθελες να τα ξέρει όλα αυτά;
Ανίδεη, κατέβηκε η κακομοίρα να μαγειρέψει τα παπάκια, και είχε ένα κέφι εκείνη τη μέρα… ένα κέφι. Τις άλλες είχανε πάρει γράμμα από το Γιωργάκη που ζητούσε το χέρι της Κλειώς. […] Πώς να μην είναι στα κέφια της! Έστησε τον τέντζερε στη φωτιά και μόλις πήρε να μαλακώσει το πουλί, άρχισε να το δοκιμάζει στ’ αλάτι του. Άξαφνα ακούσει στο δρόμο ποδοβολητό και άγριες φωνές. «Μπρε Ταρνανά, δε σηκώνεσαι να διεις τι γένεται έξω;», λέει στον Ταρνανά.
Μα ο Ταρνανάς βαριότανε να κοιτάξει γιατί έπρεπε να ανέβει πάνω στο νεροχύτη για να δει, επειδή η κουζίνα ήτανε υπόγεια. Έτσι δε φαίνουνταν παρά μόνο τα πόδια των ανθρώπων που τρέχανε. Βάζει μάνι μάνι η Λωξάντρα την καρέκλα της κουζίνας, ανεβαίνει, κοιτάζει και τι βλέπει. Ένας Κούρδος με το μπαλτά στο χέρι πολεμά να σπάσει την αντικρινή πόρτα του Μοσιού Αρτίν.
«Πα! Κακό – χρόνο- νάχει το κοπρόσκυλο!» Κατεβαίνει από την καρέκλα και αρπάζει τη μεγάλη κουτάλα της σούπας. «Κάτσε να διεις τι θα τον κάνω εγώ!». Μαζεύει τις φούστες της και τρέχει να ανέβει τη σκάλα. Στη σκάλα κουτουλάει πάνω στην Κλειώ.
«Σφαγή, μάνα μου, σφαγή!», λέει μισολιγοθυμισμένη η Κλειώ.  «Κατεβάστε τα στόρια!».
Σκουντάει η Λωξάντρα την Κλειώ: «Τι σφαγή με λες, μπρε; Ένας Κιούρτης πολεμά να σπάσει την πόρτα του Μουσιού Αρτίν, φύγε από εκεί να περάσω».
Καταφθάνει από πάνω η Σουλτάνα, βοηθά η Κλειώ και ο Ταρνανάς να μπουκώσουνε το στόμα της Λωξάντρας για να μην ακουστούνε έξω οι φωνές της. Την τραβούνε μακριά από τα παράθυρα, σφαλνούνε τα στόρια. Κρύβουνται όλοι μαζί μέσα στο καρβουναριό. Μέχρις εκεί έφτανε ο θόρυβος από τα χτυπήματα, το ποδοβολητό και τις σπαραχτικές φωνές των ανθρώπων. Και ύστερα σιγή και σε λίγο πάλι ξανάρχιζαν. Κάθε φορά που γίνουνταν σιγή, πετιόταν η Λωξάντρα απάνω και άρπαζε την κουτάλα της σούπας.
«Καλέ, οι Κιούρτηδες είναι, αφήστε με να πάω να διω τι γίνεται. Ο διάβολος θα τους πάρει και θα τους σηκώσει!».
Όταν τέλειωσε το κακό ήρθε ο υπάλληλος από το γραφείο του Θεόδωρου να τους φέρει τρόφιμα και να δει τι γίνουνται. Σφαγή των Αρμεναίων, λέει, έγινε, μα οι Τούρκοι Ρωμιό δεν άγγιξαν, εκτός αν έκρυψε Αρμένη στο σπίτι του, και ο Θεόδωρος μηνά για όνομα του Θεού να μην πάρει κανείς χαμπάρι πως έχουνε τον Ταρνανά. Μέσα στο Σταυροδρόμι, λέει, τα πράγματα ησύχασαν, όμως σε πολλά προάστια η σφαγή εξακολουθεί.
Ύστερα από αυτό η Λωξάντρα άρχισε να φοβάται και έχωσε τον Ταρνανά κάτω από το κρεβάτι της. Φοβάται να πλησιάσει παράθυρο, φοβάται να ανοίξει στόρι. Οι πουλητές άρχισαν να περνούν κανονικά. Βγήκε ο σαλεπτσής, βγήκε ο τζιερτζής και οι γάτες σαν τον νιώσανε άρχισαν να φωνάζουν. Κλειδαμπαρώνει τις γάτες στο καρβουναριό, «Σκασμός, μπρε, μη βγείτε όξω, θα σας σφάξουν». Χτυπά ο γαλατάς την πόρτα το πρωί, μιλιά η Λωξάντρα από μέσα. Να λείψει το γάλα, ξύκι να είναι. Πίνουν τσάι. Όμως την έβδομη μέρα, σαν ήρθε ο νερουλάς, έπρεπε να του ανοίξει, γιατί δεν έιχανε πια νερό. Μπαίνει ο Χουσεϊν μέσα κουτσαίνοντας, κατεβαίνει στην κουζίνα και αδειάζει δύο κουρμπάδες[2] νερό μέσα στο μεγάλο κιούπι.[…]
 [απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1999 (44η έκδοση), σ. 183-190]


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


1.       Για ποιες εθνότητες γίνεται λόγος στο απόσπασμα και πώς παρουσιάζονται; Δικαιολογήστε την απάντησή σας βασισμένοι σε  χωρία του κειμένου.
2.       Σε ποια πόλη εκτυλίσσεται η αφήγηση, τι εθνικότητας είναι το πρωταγωνιστικό πρόσωπο (Λωξάνδρα) και ποια τα συναισθήματα που την κυριεύουν, όπως φαίνεται στο κείμενο;
3.       Η ιστορία διακόπτεται από μια αφήγηση λαογραφικού χαρακτήρα. Ποια είναι αυτή, σε ποιους αναφέρεται και ποια συναισθήματα  σας δημιουργεί;
4.       Ο τρόπος με τον οποίο  παρουσιάζονται οι διάφορες εθνότητες στο απόσπασμα  ποια εντύπωση σας προκαλεί; Βρείτε σχετικά χωρία που δικαιολογούν την απάντησή σας.

 

 

 



 




ΟΜΑΔΑ 5η


ΚΕΙΜΕΝΟ
Για χάρη του ξένου η Αριάγνη μαγείρεψε μοσχαράκι λεμονάτο με πράσινες ελιές, τσακιστές. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στο βάθος του αντρέ, κάτω από τα τρία παράθυρα. Ένας κίτρινος κλαδωτός μουσαμάς χρησίμευε για τραπεζομάντηλο. Τα ρουθούνια του Διονύση, μόλις μύρισε την πικρή μυρουδιά της σάλτσας, παίξανε μ' ευχαρίστηση. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το κρέας δευτεριάτικα ήτανε για χάρη του ξένου και κατσούφιασε. Τα κορίτσια το μεσημέρι το περνούσαν στο πόδι με τίποτε σάντουιτς που αγόραζαν απ' τους μπουφέδες κοντά στο γραφείο τους, για να μην κάνουν τόσο δρόμο πηγαινέλα και κουράζονται. Ο Νίκος, στριμωγμένος δίπλα στην Αριάγνη, έτρωγε βιαστικά για να προφτάσει τον απογευματινό κώδωνα. Ο ξένος είπε δυο λόγια για τον καιρό, μα ο Διονύσης του αποκρίθηκε μ' ένα μουγκρητό σκύβοντας κι άλλο μέσα στο πιάτο του. Έξω ο καιρός σκοτείνιαζε, το γύριζε σε μπόρα. Η Αριάγνη σηκώθηκε να ετοιμάσει το παλτό του Νίκου. Ήτανε καμωμένο από προβιά, γεμάτο μελανιές απ' τον καιρό που το φορούσε ο Μιχάλης, όταν πρωτοπήγε στο Δημοτικό. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Σταμάτης. Στη μπλε ανοιχτή στολή του φαίνονταν κίτρινοι λεκέδες από τη σκόνη και τις ψιχάλες που είχαν καθίσει πάνω της.
- Μου φυλάξατε φαΐ, για το φάγατε όλο;
Ο Διονύσης τον υποδέχτηκε ανοίγοντας τα χέρια που βαστούσαν το πιρούνι και το μαχαίρι.
- Κάτσε, μωρέ Σταμάτη, κι η μάνα σου σήμερα το 'ριξε στα χουβαρνταλίκια.2
Η Αριάγνη πήρε το πιάτο της όπως ήτανε γεμάτο και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε με το δικό της και του Σταμάτη, σερβιρισμένα. Μα το μεγάλο κομμάτι το κρέας, βρισκόταν τώρα στου Σταμάτη. Ο Νίκος έσπρωξε μακριά το πιάτο του. Χόρτασε, κι ύστερα, βιαζόταν να προφτάσει πριν να μπούνε τα παιδιά στην τάξη. Μα η Αριάγνη με θυμωμένα μάτια έφερε πάλι το πιάτο μπροστά του.
- Φάε το κρέας σου χωρίς ψωμί κι ύστερα φεύγα, του λέει.
- Ώστε τραυματίας του Αλαμέιν, είπε ο Διονύσης που η παρουσία του Σταμάτη τον έκανε ομιλητικό.
- Όχι ακριβώς, είπε ο ξένος. Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα στην Κυρηναϊκή. Πήγα και χώθηκα κάτω από τις βόμβες που άδειαζε ένα γερμανικό μεταγωγικό από το φιλιστρίνι του. Δεν ήμουν καν σε υπηρεσία.
- Σα να λέμε παράσημο γιοκ.
- Παράσημο; Μήτε το σκέφτηκα. Εσείς τι πήρατε για τη σφαίρα που φάγατε;
- Α, σου το 'πε ο Μιχάλης;
- Και είναι μάλιστα πολύ περήφανος.
Η Αριάγνη σήκωσε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα.
- Φαίνεται πως η μάνα έχει άλλη γνώμη, παρατήρησε πειραχτικά ο Σταμάτης.
- Η μάνα σου για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες γνώμες.
Η Αριάγνη δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το Νίκο και τον πήγε στην πόρτα. Εκεί γονάτισε για να του φορέσει το παλτό.
- Καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα, είπε ο
Διονύσης κοροϊδευτικά. Θα 'μαστε στα χωρίσματα από τότε.
- Μα ποια είναι η διαφορά σας; ρώτησε ο ξένος.
- Την απεργία εγώ την οργάνωσα. Ήταν κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Δούλευα σ' ενός Ελβετού, ζαχαροπλαστείο και μπαρ με δυο υποκαταστήματα. Όλα τα χρόνια του πολέμου κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Όταν άρχισαν να φεύγουν οι στρατοί, σκέφτηκε να κάνει οικονομίες. Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή. Αυτοί, καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ. Να μη στα πολυλογώ του το 'βαλα κοφτά. Μουσιού Ζακέ, του λέω, εδώ δεν είναι αστεία, παίζεται το ψωμί των παιδιών μας. Αν ως το Σάββατο δε διώξεις τους αραπάδες, την Κυριακή θ' απεργήσουμε. Την Κυριακή μαζευτήκαμε έξω από το κεντρικό, γκαρσόνια, σερβιτόροι, μπάρμεν, μαιτρ-ντ' οτέλ, Γραικοί και Ιταλοί. Είχε φέρει ο καλός σου αστυνομία κι έζωσε το κατάστημα. Μέσα, μαζί του, είχε μείνει μόνο ένας Γραικός, ένας Θωμάς, όνομα και πράμα, ευνοούμενός του. Βγήκε ο μπαγάσας στην πόρτα και μου φώναξε: «Διονύση, έλα στα συγκαλά σου, εδώ θα χυθεί αίμα». Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Συνδικάτο να δούμε τι θα κάνουμε. Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Ο Ελβετός πήρε σβάρνα τα μπερμπερίνικα καφενεία και προσλάμβανε μαύρους. Και τώρα; είπαμε. Μαζευτήκαμε πάλι μπρος στο κεντρικό και φωνάζαμε: Προδότη, παραδόπιστε! Ένας Ιταλός, είχε φέρει μαζί του μια κάμα, καλαμπρέζικη: «Αβάντι φρατέλλι Κριστιάνοι» λέει και προχωράει καταπάνω στους χωροφύλακες. Βγήκε πάλι ο Θωμάς με το πιστόλι του Ελβετού στο χέρι. Οι δικοί μας κώλωσαν. Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί και την πρώτη μέρα της απεργίας μού τον είχε στείλει τ' αφεντικό για να μ' αγοράσει. Λέω μέσα μου: Μπα, δε του πάει η καρδιά να τραβήξει. Και προχώρησα. Μόνος μου. Τότε μου την έφεξε στο μερί κι έπεσα κάτω.
- Δεν προσπαθήσατε να τραβήξετε στην απεργία και τους μπερμπερίνους; ρώτησε ο ξένος.
- Να τους κάνουμε τι; Για να τους ανοίγουμε τα μάτια; Και τι νόημα θα είχε τότε;
- Πώς φαίνεσαι πως έρχεσαι απ' έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι,  για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.
- Για σταθείτε, είπε ο ξένος. Μπορεί να είμαι καινουριοφερμένος, μα την ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο σας θαρρώ πως την ξέρω. Δεν είναι στα 1899 που κατέβηκαν οι τσιγαράδες του Βαφειάδη και του Μελαχροινού, Αραπάδες  κι Ευρωπαίοι μαζί και την κέρδισαν την απεργία; Και στα 1911 πάλι οι τσιγαράδες στην Αλεξάντρεια δε νίκησαν, επειδή αρνήθηκαν να χωριστούνε σε ντόπιους κι Ευρωπαίους;
- Στα 1911 δεν είχα ακόμα γεννηθεί, έκανε χωρατεύοντας ο Σταμάτης.
- Κυρά, είπε ο Διονύσης στην Αριάγνη. Τι τον αγριοκοιτάς έτσι; Σωστά λέει το παιδί. Κι ύστερα άλλο τσιγαράς κι άλλο γκαρσόνι. Οι τσιγαράδες είναι, πώς να το πω, εργάτες, χέρια. Τ' αφεντικό δε σε ρωτάει αν είσαι ψηλός, κοντός, κακοσούσουμος, ξέρεις γλώσσες, έχεις τρόπους. Μετράει με τη χιλιάδα και σε πληρώνει. Ενώ το γκαρσόνι είναι άλλο πράμα: Πληρώνει πρόσωπο, με καταλαβαίνεις;
- Και πώς τελείωσε η απεργία; ρώτησε ο ξένος.
- Με συμβιβασμό. Ήρθε στο νοσοκομείο και με βρήκε κάποιος Μίστερ Μπράουν, της Μυστικής. Για να γλιτώσει το Θωμά, κατάλαβες, να μη του κάνω μήνυση. Τα έξοδα και τα μεροκάματα τα 'παιρνε απάνω του τ' αφεντικό. Μ' αυτόν λοιπόν το Μίστερ Μπράουν το δουλέψαμε το ζήτημα και βρήκαμε λύση. Οι μπερμπερίνοι  δε θα παύανε, μόνο θα μπαίνανε κάτω από τις διαταγές των γκαρσονιών. Εμείς θα τους προσλαμβάναμε, εμείς θα πλερώναμε, εμείς θα τους παύαμε όταν δεν μας έκαναν. Φυσικά και τα πουρμπουάρ τους εμείς τα εισπράτταμε. Τ' αφεντικό δεν είχε πια να κάνει τίποτα μαζί τους. Ήταν δικοί μας υπηρέτες.
- Σπουδαίο κεφάλι αυτός ο Μπράουν, είπε ο ξένος.
- Το γελάς; Και βέβαια ήταν σπουδαίος. Απόδειξη πως η λύση του βαστάει ως σήμερα. Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι.
- Και στο συνδικάτο δεν τους δέχεστε;
- Ποτέ. Αλλά μάθανε και κάνανε τώρα το δικό τους. Κάτι νεοτεριστές μάλιστα, σαν το γιο μου το Μιχάλη, λένε πως πρέπει να γίνει συγχώνεψη. Μα όσο ζει ο Διονύσης ο Σαρίδης τέτοιο πράμα δε θα το δουν.
- Αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί, έκανε ο Σταμάτης ανάβοντας τσιγάρο.
Η Αριάγνη αμίλητη τράβηξε από μπρος του το άδειο πιάτο, τον έσπρωξε με τον αγκώνα για να της κάνει τόπο, έβαλε το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού, και με την κόψη της παλάμης σκούπιζε μέσα τα ψίχουλα.
- Εσύ, Κυρά, τι λες; την πείραξε ο Διονύσης.
Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.
Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα 'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα. Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες, πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ' αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σ. Τσίρκα «Αριάγνη»

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


1.      Το διήγημα εκτυλίσσεται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ζούσε ισχυρή ελληνική κοινότητα. Ποια είναι η γνώμη των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας για τους ντόπιους, που ονομάζονται Βερβερίνοι; Πώς τους αποκαλούν ενδεικτικά; Βρείτε χωρία του κειμένου που επιβεβαιώνουν την απάντησή σας.
2.      Στο παραπάνω απόσπασμα η Αριάγνη διατυπώνει μια διαφορετική άποψη, η οποία χαρακτηρίζεται ως αλλόκοτη από τον Σταμάτη. Ποια είναι η άποψή της για τους ανθρώπους;
3.      «Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι»: Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο εστιάζοντας στα ρητά ή  άρρητα νοήματα που εξάγονται για τις αντιλήψεις προς τον εθνικά διαφορετικό.
4.      Ποια συναισθήματα σας δημιούργησε η αφήγηση; Δικαιολογήστε την απάντησή σας βασισμένοι σε σχετικά χωρία του κειμένου.


[1]  Σκύλου γιε.
[2]  Ασκιά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Πληροφοριακός Λόγος

Το κειμενικό είδος της επιστολής

Διαγνωστικό τεστ στη Γλώσσα Α΄ Λυκείου